αἰτέω
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
(Aeol. αἴτημι Pi.Fr.155, Theoc.28.5), Ion. impf.
A αἴτεον Hdt.: fut. αἰτήσω: aor. ᾔτησα: pf. ᾔτηκα 1 Ep.Jo.5.15: plpf. ᾐτήκει Arr.An.6.15.5: pf. Pass. ᾔτημαι, etc.:—ask, beg, abs., Od.18.49, A.Supp.341. 2 mostly c. acc. rei, ask for, demand, Il.5.358, Od.17.365, etc.; ὁδὸν αἰ. ask leave to depart, Od.10.17; αἰ. τινί τι to ask something for one, 20.74, Hdt.5.17: c. acc. pers. et rei, ask a person for a thing, Il.22.295, Od.2.387, Hdt.3.1, etc.; δίκας αἰ. τινὰ φόνου to demand satisfaction from one for... Hdt.8.114; αἰ. τι πρός τινος Thgn.556; παρά τινος X.An.1.3.16; τὰ αἰτήματα ἃ τήκαμεν παρ' αὐτοῦ 1 Ep.Jo.5.15. 3 c. acc. pers. et inf., ask one to do, Od.3.173, S.OC1334, Ant.65, etc.; αἰ. παρά τινος δοῦναι Pl.Erx. 398e. 4 c. acc. only, beg of, D.L.6.49. 5 in Logic, postulate, assume, Arist.APr.41b9 (Pass.), Top.163a6, etc. II Med., ask for one's own use, claim, Λύσανδρον ἄρχοντα Lys.12.59; freq. almost = the Act., and with the same construct., first in Hdt.1.90 (παρ-), 9.34, A.Pr.822, etc.; αἰτεῖσθαί τινα ὅπως . . Antiphol.12 codd.; πάλαισμα μἠποτε λῦσαι θεὸν αἰτοῦμαι S.OT880; freq. abs. in part., αἰτουμένῳ μοι δός A.Ch.480, cf. 2, Th.260, S.Ph.63; αἰτουμένη που τεύξεται Id.Ant.778; αἰτησάμενος ἐχρήσατο Lys.19.27; οὐ πῦρ γὰρ αἰτῶν, οὐδὲ λοπάδ' αἰτούμενος Men.476; αἰτεῖσθαι ὑπέρ τινος to beg for one, Lys. 14.22. III Pass., of persons, have a thing begged of one, αἰτηθέντες χρήματα Hdt.8.111, cf. Th.2.97, etc.; αἰτεύμενος Theoc.14.63: c. inf., to be asked to do a thing, Pi.I.8(7).5. 2 of things, to be asked, τὸ αἰτεόμενον Hdt.8.112; ἵπποι ᾐτημένοι borrowed horses, Lys. 24.12.
Greek (Liddell-Scott)
αἰτέω: πρβλ. αἴτημι: Ἰων., παρατ. αἴτεον, Ἡρόδ.: μέλλ. αἰτήσω: ἀόρ. ᾔτησα: πρκμ. ᾔτηκα, Ἀριστείδ., πρκμ. παθητ. ᾔτημαι, κτλ. 1) ἐπαιτῶ, ἀπαιτῶ, ἀπολ. ἐν Ὀδ. Σ. 49, Αἰσχύλ. Ἱκ. 340. 2) μάλιστα μετ’ αἰτ. πράγματος, ζητῶ τι, ποθῶ, ἀπαιτῶ, Ἰλ. Ε. 358, Ὀδ. Ρ. 365. Ἀττ., ὁδὸν αἰτ., παρακαλῶ ν’ ἀπέλθω (δηλ. αἰτῶ ἄδειαν νά...), Ὀδ. Κ. 17· αἰτ. τινί τι, ζητῶ τι διά τινα, Υ. 74, Ἡρόδ. 5. 17: ― μετ’ αἰτ. προσώπ. καὶ πράγμ., ζητῶ τι παρά τινος, Ἰλ. Χ. 295, Ὀδ. Β. 387, Ἡρόδ. 3. 1, καὶ ἀλλ., καὶ συχν. παρ’ Ἀττ. δίκας αἰτ. τινὰ φόνου, ἀπαιτῶ παρά τινος ἱκανοποίησιν διὰ φόνον, Ἡρόδ. 8. 114. Ὡσαύτως αἰτ. τι πρός τινος, Θέογν. 556· παρά τινος, Ξεν. Ἀν. 1. 3, 16. 3) μετ’ αἰτιατ. προσώπ. καὶ ἀπαρ. ζητῶ τινα νὰ κάμῃ τι, Ὀδ. Γ. 173, Σοφ. Ο. Κ. 13349, Ἀντ. 65, κτλ.· ὡσαύτως αἰτ. παρά τινος δοῦναι, Πλάτ. Ἐρυξ. 398Ε. 4) ἐν τῇ λογικῇ, λαμβάνω τι ὡς δεδομένον, Ἀριστ. Ἀν. Πρ. 1, 24. 2. Τοπ. 8. 13, 2, κτλ. ΙΙ. Μέσ. ζητῶ τι δι’ ἐμαυτόν, πρὸς ἰδίαν μου χρῆσιν ἢ σκοπόν, ἀπαιτῶ, Αἰσχύλ. Χο. 480· συχνάκις εἶναι σχεδὸν = τῷ ἐνεργ. καὶ μετὰ τῆς αὐτῆς συντάξεως, πρῶτον παρ’ Ἡροδ. 1. 90., 9. 34, Αἰσχύλ. Πρ. 822, κτλ. αἰτεῖσθαί τινα ὅπως..., Ἀντιφῶν 112, 41· συχν. ἀπολύτ. κατὰ μετοχήν, αἰτουμένῳ μοι δός, Αἰσχύλ. Χο. 480. πρβλ. 2, Θήβ. 260, Σοφ. Φ. 63· αἰτουμένη που τεύξεται, ὁ αὐτ. Ἀντ. 778· αἰτησάμενος ἐχρήσατο, Λυσ. 154, 24· οὐ πῦρ γὰρ αἰτῶν, οὐδὲ λοπάδ’ αἰτούμενος, Μένανδ. ἐν «Ὑμνίδι» 5· αἰτεῖσθαι ὑπέρ τινος, ζητῶ διά τινα, Λυσ. 141, 35. ΙΙΙ. παθ. ἐπὶ προσώπων, αἰτεῖσθαι ὑπὸ ἄλλου, αἰτηθείς τι, Ἡρόδ. 8. 111, Θουκ. 2. 97· αἰτεύμενος, Θεόκρ. 14. 63: ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., αἰτέομαι χρυσέαν καλέσαι μοῖσαν, παρακαλοῦμαι νά… κτλ., Πινδ. Ι. 8 (7), 10. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ζητοῦμαι, τὸ αἰτεόμενον, Ἡρόδ. 8. 112· ἵπποι ᾐτημένοι, δεδανεισμένοι, Λυσ. 169, 17.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. ᾔτουν, f. αἰτήσω, ao. ᾔτησα, pf. ᾔτηκα;
Pass. f. αἰτηθήσομαι, ao. ᾐτήθην, pf. ᾔτημαι;
demander : τι qch ; τινά τι, τι παρά τινος XÉN qch à qqn ; τινί τι HDT qch pour qqn ; τινα ποιεῖν OD à qqn de faire ; Pass. αἰτούμενός τι à qui l’on demande qch;
Moy. αἰτέομαι-οῦμαι (f. αἰτήσομαι, ao. ᾐτησάμην) demander pour soi : τι qch ; τι παρά τινος qch à qqn ; αἰτουμένῳ μοι δός ESCHL accorde cela à ma prière.
Étymologie: cf. αἴνυμαι.
English (Autenrieth)
fut. -ήσω, aor. part. -ήσᾶσα: ask, demand, beg, sue for; abs., of a mendicant, Od. 18.49; freq. τινά τι, w. inf. Il. 6.176, acc. and inf. (ᾐτέομεν δὲ θεὸν φῆναι τέρας), Od. 3.173.
English (Slater)
αἰτέω, αἴτημι (αἴτημι, αἰτέω, -εῖς; -έων: impf. αἴτει, αἴτεον: fut. αἰτήσων: pass. αἰτέομαι)
a ask, ask a question of c. dupl. acc., τί ἔρδων φίλος σοί εἴην, τοῦτ' αἴτημί σε fr. 155. 3.
b ask for Διὸς αἴτει πανδόκῳ ἄλσει σκιαρόν τε φύτευμα (O. 3.17) ἐκάλεσσε Ποσειδᾶν' εὐρυβίαν αἰτέων λαοτρόφον τιμάν τιν ἑᾷ κεφαλᾷ (O. 6.60) θεῶν δ ὄπιν ἄφθονον αἰτέω, λτ;γτ;έναρκες, ὑμετέραις τύχαις (P. 8.72) “ἔσσεταί τοι παῖς ὅν αἰτεῖς, ὦ Τελαμών” (I. 6.52) (Ἀνταίου κούραν)· τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι asked in marriage (P. 9.107)
c ask c. inf., ἔρχομαι αἰτήσων (sc. Δία) πόλιν εὐανορίαισι τάνδε κλυταῖς δαιδάλλειν (O. 5.20) μοῖραν δ εὔνομον αἰτέω σε παισὶν δαρὸν Αἰτναίων ὀπάζειν, Ζεῦ πᾶτερ (N. 9.30) τῶ καὶ ἐγώ, καίπερ ἀχνύμενος θυμόν, αἰτέομαι χρυσέαν καλέσαι Μοῖσαν (pass.: Σ, Wil. contra med. interp.) (I. 8.5)
d ask foll. by impv., αἰτέω σε, ἵλαος δέξαι στεφάνωμα τόδ (P. 12.1)