δάμαρ

From LSJ
Revision as of 14:03, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δάμᾰρ Medium diacritics: δάμαρ Low diacritics: δάμαρ Capitals: ΔΑΜΑΡ
Transliteration A: dámar Transliteration B: damar Transliteration C: damar Beta Code: da/mar

English (LSJ)

[ᾰ], αρτος, ἡ, (

   A δαμάζω 11) wife, spouse, Il.3.122, Pi.N.4.57, A.Pr.834, etc.

German (Pape)

[Seite 521] αρτος, ἡ, die Gattin, Ehefrau; von δαμάω, Gegensatz παρθένος ἀδμής Odyss. 6, 109; Apollon. Lex. Homer. p. 56, 13 δά μ α ρ ἀνδρὸς γυνή, ἀπὸ τοῦ δεδαμάσθαι τῷ ἀνδρί Bei Homer δάμαρ fünfmal, stets mit dem Ehemann im genitiv.: Odyss. 4, 126 τόν οἱ ἔδωκεν Ἀλκάνδρη Πολύβοιο δάμαρ; Iliad 14, 503 οὐδὲ γὰρ ἡ Προμάχοιο δάμαρ Ἀλεγηνορίδαο ἀνδρὶ φίλῳ ἐλθόντι γανύσσεται; Iliad. 3, 122 εἰδομένη γαλόῳ, Ἀντηνορίδαο δάμαρτι; Odyss, 20, 290. 24, 125 Ὀδυσσῆος δὴν οἰχομένοιο δάμαρτα. – Pind. N. 4, 57; oft bei Tragg., z. B. Aesch. Prom. 836; Eur. Hec. 493 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δάμαρ: [ᾰ], αρτος, ἡ, (δαμάω) σύζυγος, γαμετή, Ἰλ. Γ. 122, κτλ., Πίνδ. Ν. 4. 92, καὶ Τραγ.· κυρίως ἡ τιθασευθεῖσα καὶ ὑπὸ ζυγὸν ἀχθεῖσα, ὡς τὸ Λατ. conjux (πρβλ. δαμάζω ΙΙ), ἐνῷ ἡ παρθένος ἐλέγετο ἀδάμαστος, ἀδμής.

French (Bailly abrégé)

δάμαρτος (ἡ) :
femme mariée, épouse.
Étymologie: R. Δαμ, v. δαμάζω.
Syn. γαμετή, εὐνήτρια, παράκοιτις, πάρευνος, ξυνάορος, σύγκοιτος, σύζυγος, ἄκοιτις, ἄλοχος, εὖνις², εὐνήτειρα.

English (Autenrieth)

δάμαρτος (δάμνημι): wife, always w. gen. of the husband. Cf. opp. παρθένος ἄδμης.

English (Slater)

δᾰμαρ
   1 wife δάμαρτος Ἱππολύτας Ἀκάστου (N. 4.57) ξανθῷ Μενέλᾳ δάμαρτα κομίσαι θοαῖς ἂν ναυσὶ Helen (N. 7.28)

English (Slater)

δᾰμαρ
   1 wife δάμαρτος Ἱππολύτας Ἀκάστου (N. 4.57) ξανθῷ Μενέλᾳ δάμαρτα κομίσαι θοαῖς ἂν ναυσὶ Helen (N. 7.28)