ἱδρύω
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
English (LSJ)
fut. -ύσω (καθ-) E.Ba.1339: aor.
A ἵδρῡσα Il.15.142, E. Ba.1070: pf. ἵδρῡκα (καθ-) Arist.PA665b20:—Med., fut. -ύσομαι E. Heracl.397, Ar.Pl.1198: aor. ἱδρῡσάμην Hdt.6.105, Anacr.104, Ar. Pl.1153:—Pass., fut. ἱδρυθήσομαι D.H.Comp.6: aor. ἱδρύθην Ar.Fr. 245, etc.; freq. written ἱδρύνθην in codd., as Il.3.78, Hp.Coac.309, A.R.3.1269: pf. ἵδρῡμαι, used both in pass. and med. sense (v. sub fin.). [ῐ by nature, E.Ba.1070, Ar.Fr.26 D., etc., but freq. lengthd. by position, E.Hipp.639, Ar.Pl.1153, etc.: ῡ by nature, even in ἱδρύεται E.Heracl.786; but ἵδρῠε Il.2.191; καθίδρῠε Od.20.257: ῡ in fut. and aor. 1, exc. in late Poets, as AP7.109 (ἐν-, <D.L.>), Man.3.80 (dub.), Arch.Pap.2.570, Nonn.D.4.22: pf. Pass. ἵδρῡμαι A.Supp. 413, E.Heracl.19, Hel.820, Theoc.17.21, etc.:—make to sit down, seat, αὐτός τε κάθησο καὶ ἄλλους ἵδρυε λαούς Il.2.191; ἵδρυσε θρόνῳ ἔνι θοῦρον Ἄρηα 15.142, cf. Od.3.37; ἱ. τινὰ εἰς θρόνους E.Ion 1573; ὄζων ἔπι Id.Ba.1070; ἵδρυσε τὴν στρατιὴν ἐπὶ ποταμῷ encamped the army, Hdt. 4.124, cf. Th.4.104:—Pass., to be seated, sit still, τοὶ δ' ἱδρύνθησαν ἅπαντες Il.3.78; κατ' οἶκον ἵδρυται γυνή E.Hipp.639; of an army, lie encamped, Hdt.4.203,al., Th.7.77, al.; Πελοπόννησος ἀσφαλέως ἱδρυμένη secure, Hdt.6.86.ά; ἐν θεῶν ἕδραισιν ὧδ' ἱδρυμένας A.Supp.413; ἡ στρατιὰ βεβαίως ἔδοξεν ἱδρῦσθαι seemed to have got a firm footing, Th. 8.40; ἱ. ἐπὶ τῶν ἵππων Ael.Tact.2.4. 2 settle persons in a place, εἰς τόνδε δόμον E.Alc.841; ἐν τοῖς ἀστοῖσιν Ἄρη ἐμφύλιον ἱ. to give a footing to, i.e. excite, intestine war, A.Eu.862; ἱ. πολλοὺς ἐν πόλει Plu.Pomp. 28:—Pass., to be settled, Hdt.8.73; ποῦ κλύεις νιν ἱδρῦσθαι χθονός; S. Tr.68; ἐς Κολωνὰς ἱδρυθείς Th.1.131; μεταξὺ φρενῶν ὀμφαλοῦ τε ἱδρῦσθαι Pl.Ti.77b; of local diseases, πόνος ἐς στῆθος ἱδρυνθείς Hp.Coac. 309; τὸ ἐν κεφαλῇ . . ἱδρυθὲν κακόν Th.2.49. 3 Med., establish, τινὰ ἄνακτα γῆς E.Ph.1008; τινὰ ἐς οἶκόν τινος Id.Hel.46; ἱδρύσασθαι τοὺς βίους to choose settled modes of life, D.H.1.68; ἱ. οἴκησιν Pl. Smp.195e. 4 pf. Pass. ἵδρυμαι, of places, to be situated, lie, of a city, Hdt.2.59, cf. A.Pers.231, Pl.Lg.745b. 5 Pass., settle down, become quiet, Hp.Epid.3.17.ιέ. II set up, found, esp. in Med., dedicate temples, statues, etc., Anacr.104, Simon.140, etc.; Πανὸς ἱρόν Hdt.6.105, cf. 1.105, al.; βρέτας E.IT1453; βωμούς Pl.Prt.322a, al.; ἱδρύσασθαι [Ἑρμῆν] set up a statue of H., Ar.Pl.1153; Εἰρήνην Id.Pax 1091: also c. dat., τὴν δαίμον' ἢν ἀνήγαγον ἐς τὴν ἀγορὰν ἄγων ἱδρύσωμαι βοΐ Id.Fr.26D.:—Pass., ἐξ οὗ τὸ ἱρὸν ἵδρυται Hdt.2.44, cf. 1.172; βωμὸς -ύθη Ar.Fr.245; [Πλοῦτος] -υμένος Id.Pl.1192; at Athens, ἥρωες κατὰ πόλιν ἱδρυμένοι the heroes who had statues erected to them, Lycurg.1: pf. Pass. in med. sense, Hdt.2.42, Men.202.
Greek (Liddell-Scott)
ἱδρύω: μέλλ. -ύσω Εὐρ. Βάκχ. 1339: ἀόρ. ἵδρυσα Ὅμ., Ἀττ.: πρκμ. ἵδρῡκα (καθ-) Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 4, 6: - Μέσ., μέλλ. -ύσομαι Εὐρ. Ἡρακλ. 397, Ἀριστοφ. Πλ. 1198: ἀόρ. ἱδρυσάμην Ἡρόδ., Ἀττ. - Παθ., μέλλ. ἱδρυθήσομαι Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 6: ἀόρ. ἱδρύθην (οὐχὶ ἱδρύνθην, ἴδε κατωτ.): πρκμ. ἵδρῡμαι, ἀμφότερα ἐν χρήσει ἐπὶ παθ. καὶ μέσ. σημασ., ἴδε ἐν τέλ. τὸ ι φύσει βραχύ, Εὐρ. Βάκχ. 1070, ἀλλὰ κοινῶς θέσει μακρόν. τὸ υ φύσει μακρὸν ἔτι καὶ ἐν τῷ ἱδρύω, Εὐρ. Ἡρακλ. 786· ἂν καὶ ὁ Ὅμ. ποιεῖ αὐτὸ βραχὺ ἐν θέσει ἵδρῠε Ἰλ. B. 191· καθίδρῠε Ὀδ. Υ. 257. ῡ ἐν τῷ μέλλ. καὶ ἀόρ. α΄ πλὴν παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, ὡς ἐν Ἀνθ. Π. 7. 109, Νόνν., κλ. - Παθ. πρκμ. ἵδρῡμαι Αἰσχύλ. Ἱκ. 413, Εὐρ. Ἡρακλ. 19, Ἑλ. 820, Θεόφρ. 17. 21, κτλ. ὥστε τὸ ἀπαρέμφ. γραπτέον ἱδρῦσθαι, οὐχὶ ἱδρύσθαι. - Ὁ παθ. ἀόρ. συχνάκις φέρεται ἱδρύνθην ἐν Ἀντιγράφοις Ὁμήρ. καὶ ἄλλων συγγραφέων, ὅρα Λοβέκ. εἰς Φρύν. 37, Veitch Ἀνώμ. Ρήμ. ἐν λ. Ἴσως μεταγεν. συγγραφεῖς θεωροῦντες τὸ υ βραχὺ μετεχειρίσθησαν τούτους τοὺς τύπους· ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. καὶ τοῖς Τραγ. τὸ ἱδρύνθην δὲν δύναται νὰ δικαιολογηθῇ διὰ παραβολῆς τῶν ἀορίστων ἐκλίνθην, ἐκρίνθην· διότι ἐν τούτοις τὸ ν ἀνήκει εἰς τὴν ῥίζαν, καὶ τὸ υ εἶναι φύσει μακρὸν ἐν τῷ ἱδρύθην. Μεταβατ. τοῦ ἕζομαι (πρβλ. ἵζω, ἱζάνω), κάμνω ἢ βάλλω τινὰ νὰ καθίσῃ, αὐτός τε κάθησο καὶ ἄλλους ἵδρυε λαοὺς Ἰλ. B. 191· ἵδρυσε θρόνῳ ἔνι θοῦρον Ἀρῆα Ο. 142, πρβλ. Ὀδ. Γ. 37, Θ. 37· ἱδρ. τινὰ εἰς θρόνους Εὐρ. Ἴων 1573· ὄζων ἔπι ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 1070· ἵδρυσε τὴν στρατιὴν ἐπὶ ποταμῷ, ἐτοποθέτησε τὸ στράτευμα, διέταξε νὰ στρατοπεδεύσῃ, Ἡρόδ. 4. 124, πρβλ. 203. - Παθ., καθίζω, μένω, τοί δ’ ἱδρύθησαν ἅπαντες (ἀλλὰ καὶ ἱδρύνθησαν κατὰ τὰς νεωτάτας ἐκδόσεις) Ἰλ. Γ. 78· κατ’ οἶκον ἵδρυται γυνὴ Εὐρ. Ἱπ. 639· ἐπὶ στρατοῦ, στρατοπεδεύω, Ἡρόδ. 4. 203, κ. ἀλλ.· ἀσφαλῶς ἱδρυμένος ὁ αὐτ. 6. 86, 1· ἐν θεῶν ἕδραισιν ὧδ’ ἱδρυμένας Αἰσχύλ. Ἱκ. 413· ἡ στρατιὰ βεβαίως ἔδοξεν ἱδρῦσθαι, ἐφάνη ὅτι ἔλαβεν ἀσφαλῆ θέσιν, Θουκ. 8. 40 2) ἐγκαθιστῶ τινα εἴς τινα τόπον, δεῖ γάρ με σῷσαι τὴν θανούσαν ἀρτίως γυναῖκα κεἰς τόνδ’ αὖθις ἱδρῦσαι δόμον Εὐρ. Ἀλκ. 841· μήτ’... ἐν τοῖς ἐμοῖς ἀστοῖσιν ἱδρύσῃς Ἄρη ἐμφύλιον Αἰσχύλ. Εὐμ. 862· ἱδρύω πολλοὺς ἐν πόλει Πλουτ. Πομπ. 28. - Παθ., κατὰ χώρην ἵδρυται, μένουσι πάντοτε, Ἡρόδ. 8. 73· ποῦ κλύεις νιν ἱδρῦσθαι χθονός; Σοφ. Τρ. 68· ἐς Κολωνὰς ἱδρυθεὶς Θουκ. 1. 131· ὡσαύτως, ἱδρῦσθαι οἶκον (πρβλ. ἕζομαι) Εὐρ. Ἠλ. 1131· μεταξὺ φρενῶν ὀμφαλοῦ τε ἵδρυται Πλάτ. Τίμ. 77B· ἐπὶ τοπικῶν νοσημάτων, ἱδρυθεὶς πόνος ἐς στῆθος Ἱππ. 196A· τὸ ἐν κεφαλῇ... ἱδρυθὲν κακὸν Θουκ. 2. 49. 3) ἐν τῷ Μέσ., τοποθετῶ ἀσφαλῶς, ἐγκαθιδρύω, τινὰ ἄνακτα γῆς Εὐρ. Φοίν 1008· τινὰ ἐς οἶκόν τινος ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 46· ἱδρύσασθαι τοὺς βίους, ἐγκαθίστασθαι, Διον. Ἁλ. 1. 68. 4) Παθ. πρκμ. ἵδρυμαι, ἐπὶ τόπων ἢ θέσεων, κεῖμαι, Λατ. situm esse, ἐπὶ πόλεως, Ἡρόδ. 2. 59· πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 231, Πλάτ. Νόμ. 745Β. ΙΙ. ἱδρύω, στήνω, ἀνεγείρω καὶ καθιερῶ ναούς, ἀγάλματα, Valck. ἐν Ἱππ. 31· τρόπαια, Εὐρ. Ἡρακλ. 786· ἱδρῦσαι Ἑρμῆν, ἐγείρειν ἄγαλμα τοῦ Ἑρμοῦ, Ἀριστοφ. Πλ. 1153· τὸν Πλοῦτον αὐτόθι 1192· Εἰρήνην ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 1091. - Παθητ., συχν. ἐν τῷ πρκμ., ἱρόν, βωμὸς ἵδρυται Ἡρόδ. 1. 69., 7. 44, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 254· ἐν Ἀθήναις, ἥρωες κατὰ πόλιν ἱδρυμένοι, πρὸς τιμὴν τῶν ἐστήθησαν ἀγάλματα, Λυκοῦργ. 147. 43. - Μέσ. ἐγείρω δι’ ἐμαυτόν, κτίζω, ἱδρύσαντο Πανὸς ἱρὸν Ἡρόδ. 6. 105, πρβλ. 1. 105, κ. ἀλλ.· ναῶν ἕδρας ἱδρυσάμεσθα Εὐρ. Κύκλ. 291 (ἴδε Δινδ.), πρβλ. Ι. Τ. 1453, Πλάτ. Πρωτ. 322Α, κ. ἀλλ.· οὕτως ὁ Παθ. πρκμ. μετὰ μέσ. σημασ., Ἡρόδ. 2. 42. Πλάτ. Συμπ. 195Ε, Μένανδρ. ἐν «Ἡνιόχῳ» 2.
French (Bailly abrégé)
f. ἱδρύσω, ao. ἵδρυσα, pf. inus.
Pass. ao. ἱδρύθην, pf. ἵδρυμαι;
1 faire asseoir : τινά, qqn ; θρόνῳ ἔνι τινά IL qqn sur un siège ; Pass. être assis : ἐν θεῶν ἕδραισιν ESCHL sur les sièges des dieux ; abs. être assis immobile;
2 fig. faire camper, asseoir : τὴν στρατιὴν ἐπὶ ποταμῷ HDT l’armée au bord d’un fleuve ; Pass. être campé;
3 établir, installer : εἰς δόμον EUR amener et établir dans une maison ; πολλοὺς ἐν πόλει PLUT établir beaucoup de gens dans la ville ; Pass. avoir sa résidence : ποῦ κλύεις νιν ἱδρῦσθαι χθονός ; SOPH en quelle région de la terre as-tu ouï dire qu’il fût établi ? ἐν κεφαλῇ ἱδρυθὲν κακόν THC mal qui avait son siège dans la tête ; particul. être établi solidement;
4 p. ext. fonder, construire, élever (une maison, un temple, une statue, un trophée, etc.) ; Pass. être fondé, construit, élevé ; à l’ao. et au pf. Pass. être situé;
Moy. ἱδρύομαι (f. ἱδρύσομαι, ao. ἱδρυσάμην);
1 asseoir, établir, installer pour soi ; fig. établir solidement, fixer, consolider;
2 fonder, construire, élever pour soi, pour son usage ou pour son intérêt (un temple, une statue, etc.).
Étymologie: R. Σεδ, asseoir ; cf. ἕζω.