συγκεράννυμι

From LSJ
Revision as of 19:39, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκεράννῡμι Medium diacritics: συγκεράννυμι Low diacritics: συγκεράννυμι Capitals: ΣΥΓΚΕΡΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: synkeránnymi Transliteration B: synkerannymi Transliteration C: sygkerannymi Beta Code: sugkera/nnumi

English (LSJ)

or συγκερ-νύω, poet. συγκεράω Nic.Al.321:—Pass., fut.

   A συγκρᾱθήσομαι E.Ion 406: aor. 1 συνεκράθην [ᾱ], Ion. -εκρήθην Hp.Vict.1.32; also -εκεράσθην Pl.Lg.889c: pf. συγκέκρᾱμαι (v. infr.): —mix, blend with, πολλὰ [ἑνί] or εἰς ἕν, Id.Cra.424d, Ti.68d; λύπῃ τὴν ἡδονὴν σ. temper pleasure by a mixture of pain, Id.Phlb.50a; τὸ πικρὸν μέλιτι AP12.154 (Mel.).    2 mix together, commingle, πολλά Pl.Cra.424e; τὸν πέμπτον [κύαθον] AP12.168 (Posidipp.); μέλος συγκεράσας τις ἐγχέοι Anacreont.20.4; ἐξ ἀμφοτέρων σ. make a mixture of both, Pl.R.397c.    3 attemper, compose, ὁ θεὸς -κέρασε τὸ σῶμα 1 Ep.Cor.12.24.    II more freq. in Pass., to be mixed or blended with, coalesce, τινι Pl.Ti.68c; πρὸς ἄλληλα Id.R.618d.    2 to be commingled, blended, τὰ παλαιὰ συγκεκρ. ἄλγη the old commingled woes, A.Ch.744: c. dat., Call.Aet.3.1.75; παίδων ὅπως νῷν σπέρμα σ. E. l.c.; ὁμοῦ τό τε φαῦλον καὶ τὸ μέσον καὶ τὸ πάνυ ἀκριβῶς . . ξυγκραθέν Th.6.18; τῇ τῶν ἐναντίων κράσει σ. Pl.Lg.889c; ἔκ τινων Id.Ti.37a; ἀπό τινων Id.Phd.59a; παιδεία εὐκαίρως συγκεκραμένη D.61.43; συγκέκραται αὐτῶν ἡ φύσις, of the dog and fox, X.Cyn.3.1.    3 of friendships, to be formed by close union, φιλίαι μεγάλαι συνεκρήθησαν Hdt.4.152:—Med., πρός τινα φιλίην συγκεράσασθαι form a close friendship with any one, Id.7.151, cf. D.H.6.7; so τὸ ἔχθος τὸ ἐς Λακεδαιμονίους συγκεκρημένον (cj. Reiske for συγκεκυρημένον) Hdt.9.37.    4 of persons, to be closely attached to, be close friends with, τοῖς ἡλικιώταις X.Cyr.1.4.1.    b to become closely acquainted with, become deeply involved in, συγκέκραμαι δύᾳ S.Ant.1311 (lyr.); πολυφόρῳ συγκέκραμαι δαίμονι Ar.Pl.853; πενία δὲ συγκραθεῖσα δυσσεβεῖ τρόπῳ S.Fr.944; οἴκτῳ τῷδε συγκεκραμένη deeply affected by... Id.Aj.895; for Tr.662 (lyr.), v. πάγχριστος.    5 of a wife, ἀξίοις γάμοις -κερασθεῖσα IG5(2).268.32 (Mantinea, i B.C.), cf. Plu.2.768b.    III Med., mix with or for oneself, εἰς μίαν πάντα ἰδέαν Pl.Ti.35a, cf. 69d; σ. αἰσθήσεις νῷ Id.Lg.961e.

German (Pape)

[Seite 967] u. συγκεραννύω (s. κεράννυμι) zusammenmischen, verbinden, vereinigen, λύπῃ τὴν ἡδονήν, Plat. Phil. 50 a, u. öfter; Ggstz διακρίνειν, Partm. 129 e; ὥς μοι τὰ μὲν παλαιὰ συγκεκραμένα ἄλγη δύσοιστα, Aesch. Ch. 733, wie Soph. δειλαίᾳ συγκέκραμαι δύᾳ, Ant. 1295, u. Τέκμησσαν οἴκτῳ τῷδε συγκεκραμένην, Ai. 879; vgl. Trach. 659 u. οὕτω πολυφόρῳ συγκέκραμαι δαίμονι, Ar. Plut. 853, mit einem Geschicke, Unglücke, unzertrennlich verbunden sein; συγκεράσασθαι φιλίαν, Freundschaft schließen, πρός τινα, mit Einem, Her. 7, 151; vgl. Pors. Eur. Med. 138; auch pass., φιλίαι μεγάλαι συνεκρήθησαν, Her. 4, 152; ξυγκραθέν, Thuc. 6, 18; ταχὺ τοῖς ἡλικιώταις συνεκέκρατο ὥστε οἰκείως διακεῖσθαι, Xen. Cyr. 1, 4, 1; Plat. hat neben συνεκεράσθη, Legg. X, 889 c Phil. 46 c, ὅταν συγκραθῇ, Tim. 68 c, u. συγκραθεῖσα, 37 a; adj. verb. συγκρατέον, Phil. 62 b.

Greek (Liddell-Scott)

συγκεράννῡμι: ἢ -ύω, ποιητ. συγκεράω, Νικ. Ἀλεξιφ. 321· μέλλ. -κεράσω [ᾰ]· πρκμ. -κέκρᾱκα. ― Παθ., μέλλ. συγκρᾱθήσομαι Εὐρ. Ἴων 406· ἀόρ. α΄ συνεκράθην [ᾱ], Ἰων. -εκρήθην· ὡσαύτως -εκεράσθην Πλάτ. Νόμ. 889C. πρκμ. συγκέκρᾱμαι. Ἀναμιγνύω μετά τινος, συγκιρνῶ, πολλὰ ἑνὶ ἢ εἰς ἓν ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 424D, Τιμ. 68D· λύπῃ τὴν ἡδονὴν ξ., συγκιρνῶ, μετριάζω τὴν ἡδονὴν ἀναμιγνύων αὐτὴν μετὰ λύπης, ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 50A· τὸ πικρὸν μέλιτι Ἀνθ. Π. 12. 154. 2) ἀναμιγνύω, ἀνακατώνω, πολλὰ Πλάτ. Κρατ. 424E· τὸν πέμπτον [κύαθον] Ἀνθ. Π. 12. 168· μέλος συγκεράσας τις ἐγχέοι Ἀνακρεόντ. 20· ἐξ ἀμφοτέρων ξ., κάμνω μῖγμα ἐξ ἀμφοτέρων, Πλάτ. Πολ. 397C. 3) συγκιρνῶ, συνθέτω, συναποτελῶ, τὸ σῶμα Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ιβ΄, 24. ΙΙ. συχνότερον ἐν τῷ παθ., συναναμίγνυμαι, συμμιγνύομαι, συναυξάνομαι, συνενοῦμαι, τινι ἢ πρός τι Πλάτ. Τίμ. 68E, Φίληβ. 46A. 2) συμμίγνυμαι, τὰ παλαιὰ συγκεκρ. ἄλγη, τὰ συνηνωμένα παλαιὰ ἄλγη, Αἰσχύλ. Χο. 744· παίδων ὅπως νῷν σπέρμα Εὐρ. Ἴων ἔνθ’ ἀνωτ.· ὁμοῦ τό τε φαῦλον καὶ τὸ μέσον καὶ τὸ πάνυ ἀκριβῶς... ξυγκραθὲν Θουκ. 6. 18· τῇ τῶν ἐναντίων κράσει ξ. Πλάτ. Νόμ. 889C· ἔκ τινων ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 37A· ἀπό τινων ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 59A· παιδεία εὐκαίρως συγκεκραμένη Δημ. 1414. 7· συγκέκραται αὐτῶν ἡ φύσις, ἐπὶ τοῦ κυνὸς καὶ τῆς ἀλώπεκος, Ξεν. Κυν. 3, 1. 3) ἐπὶ φιλίας, σχηματίζομαι ἐκ τῆς στενῆς ἑνότητος καὶ σχέσεως, φιλίαι μεγάλαι συνεκρήθησαν Ἡρόδ. 4. 152, ἔνθα ἴδε Wess· καὶ οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, συγκεράσασθαι φιλίαν, ἀποτελῶ στενὴν φιλίαν, πρός τινα, μετά τινος, Ἡρόδ. 7. 151· πρβλ. Διον. Ἁλ. 6. 7, Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ 138. 4) ἐπὶ προσώπων, ποιῶ στενὴν φιλίαν μετά τινος, γίνομαι στενὸς φίλος τινός, τινι Ξεν. Κύρ. 1. 4, 1. β) ἔρχομαι εἰς στενὴν συνάφειαν μέ τι, συγκέκραμαι δύᾳ Σοφ. Ἀντ. 1311· πολυφόρῳ συγκέκραμαι δαίμονι Ἀριστοφ. Πλ. 853· οὕτω, πενία δὲ συγκραθεῖσα δυσσεβεῖ τρόπῳ Σοφ. Ἀποσπ. 681· οἴκτῳ τῷδε συγκεκραμένη, βαρέως πάσχουσα ἐκ…, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 895· περὶ τοῦ χωρίου τοῦ ἐν Τρ. 662, ἴδε ἐν λ. πάγχριστος. 5) ἐπὶ φωνηέντων, συγχωνεύομαι, συνενοῦμαι εἰς ἕν, πάσχω συναλοιφήν, κρᾶσιν, Δράκων. ΙΙΙ. Μέσ., ἀναμιγνύω, συγκιρνῶ δι’ ἐμαυτόν, πάντα εἰς μίαν ἰδέαν Πλάτ. Τίμ. 35A, πρβλ. 69D· σ. αἰσθήσεις νῷ ὁ αὐτ. Νόμ. 961A.

French (Bailly abrégé)

f. συγκεράσω, att. συγκερῶ, etc.
Pass. f. συγκραθήσομαι, ao. συνεκράσθην ou συνεκεράσθην, pf. συγκέκραμαι;
mêler avec, mélanger ; fig. Pass. être formé par un échange de bon vouloir en parl. d’amitié;
Moy. συγκεράννυμαι (ao. συνεκερασάμην);
I. tr. mêler pour soi : φιλίαν πρός τινα HDT contracter amitié avec qqn;
II. intr. :
1 se lier avec, τινι;
2 se familiariser ; au pf. être familiarisé avec, τινι.
Étymologie: σύν, κεράννυμι.