αφίσταμαι
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
Greek Monolingual
(AM ἀφίσταμαι, Α και ἀφίστημι)
1. βρίσκομαι σε απόσταση, μακριά από κάποιον, απέχω
2. παραιτούμαι από κάτι, δεν μετέχω σε κάτι
αρχ.
Ι. ενεργ.
1. απομακρύνω, βάζω κατά μέρος, παραμερίζω, αποκλείω
2. εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι
3. ανατρέπω, ματαιώνω, εξουδετερώνω
4. καθαιρώ (από θέση ή αξίωμα)
5. προτρέπω, παρακινώ σε αποστασία
6. (για γεωμετρικές κατασκευές) αποκόπτω, διακόπτω, αποχωρίζω
7. αποκολλώ, ξεκολλάω
8. κατανέμω, ζυγίζω
9. ξεπληρώνω, εξοφλώ
II. μέσ.
1. ζυγίζω κάτι για λογαριασμό μου και το παίρνω
2. δίνω τέλος σε κάτι, διακόπτω, διαλύω ή λύω (μια συγκέντρωση)
3. (για σχέσεις ή καταστάσεις) απομακρύνομαι από κάτι, αποσύρομαι
4. παραιτούμαι από τις νόμιμες διεκδικήσεις μου
5. στέκομαι μακριά, αποφεύγω
6. αποστατώ, επαναστατώ, αυτομολώ
7. υποχωρώ, ενδίδω σε κάποιον, του αφήνω ελεύθερο τον δρόμο
8. αποτραβιέμαι, μαζεύω από φόβο, λουφάζω
9. ιατρ. (γ' πρόσ. εν.) α) ἀφίσταται
δημιουργείται απόσταση
β) «ἀφίσταται ὀστέον» — απολεπιδώνεται
III. παθ. ἀφίσταμαι
καθαιρούμαι από αξίωμα ή εξουσία
IV. φρ.
1. «δοῡλος ἀφεστώς» — δραπέτης
2. «ἀφίστημι φρενῶν» — χάνω το μυαλό μου ή τον νου μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο + ίστημι].