σκιώδης

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐώδης Medium diacritics: σκιώδης Low diacritics: σκιώδης Capitals: ΣΚΙΩΔΗΣ
Transliteration A: skiṓdēs Transliteration B: skiōdēs Transliteration C: skiodis Beta Code: skiw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A shady, πέτρα E.Supp.759; χωρία Thphr.HP9.18.2.    2 of weather, dark, gloomy, Hp.Epid.3.2; of colours, dark, Arist.Col.793b5. Adv. -δῶς Ps.-Alex.Aphr. in Metaph.440.9, Eustr. in EN104.6.

German (Pape)

[Seite 900] ες, zsgzgn aus σκιοειδής; πέτρα, Eur. Suppl. 759; trüb, neblig, φθινόπωρον, Hippocr.; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

σκιώδης: -ες, συνηρ. ἐκ τοῦ σκιοειδής, σκιερός, πέτρα Εὐρ. Ἱκέτ. 759· χωρίας Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 18, 2. 2) ἐπὶ τῆς ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως, σκοτεινός, ἀχλυώδης, θολός, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄, 1082· ἐπὶ χρωμάτων, σκοτεινός, μαῦρος, Ἀριστ. π. Χρωμ. 3, 9. - Ἐπιρρ. –δῶς, Βυζ.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
1 ombreux;
2 obscur, sombre.
Étymologie: σκιά, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες / σκιώδης, -ῶδες, ΝΜΑ σκιά
σκιερός
νεοελλ.
1. μτφ. όμοιος με σκιά
2. συνεκδ. πολύ άτονος, σχεδόν ανύπαρκτοςσκιώδης αντίσταση»)
3. φρ. «σκιώδης κυβέρνηση» — ομάδα στελεχών την οποία συγκροτεί το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αντίστοιχη με το κυβερνητικό σχήμα του κόμματος που βρίσκεται την εξουσία, με ανάλογο καταμερισμό τομέων-υπουργείων και τίτλων τών επικεφαλής τους, ώστε να μπορεί να παρακολουθεί καλύτερα την εξέλιξη τών διαφόρων θεμάτων και το κοινοβουλευτικό έργο, αλλά και να είναι έτοιμο να σχηματίσει τη νέα κυβέρνηση αμέσως μόλις αναλάβει αυτό την εξουσία
μσν.-αρχ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ σκιώδη
τα σκοτεινά πάθη της ψυχής («ὅπως παύσῃς τὰ σκιώδη καὶ περιέλῃς τὸ κάλυμμα τῶν παθῶν ἡμῶν», Μηναί.)
αρχ.
1. (για χρώμα) σκοτεινός, σκούρος
2. (για εποχή του έτους) νεφελώδης, ομιχλώδηςφθινόπωρον σκιῶδες, ἐπινέφελον», Ιπποκρ.).
επίρρ...
σκιωδῶς ΜΑ
σκοτεινά.