Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τόρμος

From LSJ
Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τόρμος Medium diacritics: τόρμος Low diacritics: τόρμος Capitals: ΤΟΡΜΟΣ
Transliteration A: tórmos Transliteration B: tormos Transliteration C: tormos Beta Code: to/rmos

English (LSJ)

ὁ,

   A hole or socket, in which a pin or peg is stuck, Hdt.4.72, D.S. 2.8; mortise, Inscr.Délos 504 A7 (iii B. C.), IG22.1672.175; nave of a wheel, like πλήμνη, Hsch., Phot.    II tenon, Ph.Bel. 55.11, 64.15, Hero Bel.95.5, Apollod.Poliorc.178.2.    2 projecting peg or pivot, Hero Bel.88.4.—Dim. τορμίον, τό, small projecting peg, Ph.Bel.75.42.

German (Pape)

[Seite 1130] ὁ, 1) ein jedes Loch, worin ein Zapfen gesteckt wird, Her. 4, 72; vgl. Wessel. D. Sic. 2, 8; bes. die Büchse im Rade, πλήμνη; auch die Thürangeln, VLL. – 2) = τέρμα, das Ziel, in der Rennbahn die Stelle, wo die Pferde umbiegen, καμπή, die Kehre, ἱππικοὶ τόρμοι Lycophr. 487.

Greek (Liddell-Scott)

τόρμος: ὁ, ὀπή, ἢ κοιλότης εἰς ἣν προσαρμόζεται γόμφοςπάσσαλος, Ἡρόδ. 4. 72, πρβλ. Wessel. εἰς Διόδ. 2. 8· «τόρμος, ἡ πλήμ(ν)η εἰς ἣν ὁ ἄξων ἐνήρμοσται» Φώτ., Ἡσύχ.· τὸ τρῆμα ἐν ᾧ στρέφονται οἱ στροφεῖς θύρας, Βιτρούβ.· - ὑποκορ. τόρμιον, τό, Φίλων ἐν τοῖς Ἀρχ. Μαθ. σ. 75.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
trou pour un pivot (écrou, moyeu, etc.).
Étymologie: DELG terme techn. pê apparenté à τείρω, τετραίνω, τορέω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
κοίλωμα στο άκρο ενός ξύλινου ή μεταλλικού τεμαχίου μέσα στο οποίο μπορεί να εφαρμόσει άλλο τεμάχιο έτσι ώστε τα δύο σώματα να συνδεθούν ισχυρά και να συμπεριφέρονται μηχανικά ως ενιαίο σώμα
νεοελλ.
μικρή προεξοχή μεταλλικού, ξύλινου ή πλαστικού εξαρτήματος που μπορεί να μπει σε αντίστοιχη υποδοχή ή εγκοπή άλλου εξαρτήματος ώστε να πραγματοποιείται η σύνδεση τών δύο ή να επιβραδύνεται η κίνηση του ενός από αυτά, κν. δόντι
αρχ.
1. αυλάκωμα
2. σφήνα
3. καρφί, γόμφος που προεξέχει
4. (κατά τον Φώτ.) «ἡ πλήμ(ν)η [τοῡ τροχοῡ] εἰς ἣν ὁ ἄξων ἐνήρμοσται».
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ., που εμφανίζει ποικιλία σημ. (βλ. και λ. τόρμη). Η σημ. «οπή, κοιλότητα» θα επέτρεπε τη σύνδεση της λ. με το ρ. τείρω «διατρυπώ». Έχει, όμως, προταθεί από άλλους μελετητές και η σύνδεση με διάφορους τ. γερμανικής προέλευσης με σημ. «έντερο» (πρβλ. αρχ. νορβ. parmr, γερμ. Darm)) ή, τέλος, με το χεττ. tarma- «καρφί, αστράγαλος»].