ὀκτακισχίλιοι

From LSJ
Revision as of 19:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκτᾰκισχίλιοι Medium diacritics: ὀκτακισχίλιοι Low diacritics: οκτακισχίλιοι Capitals: ΟΚΤΑΚΙΣΧΙΛΙΟΙ
Transliteration A: oktakischílioi Transliteration B: oktakischilioi Transliteration C: oktakischilioi Beta Code: o)ktakisxi/lioi

English (LSJ)

[ῑ], αι, α, Dor. ὀκτᾰκισχήλιοι Abh.Berl.Akad.1925(5).25 (Cyrene) :—

   A eight thousand, Hdt.9.28, X.An.5.5.4, etc. : also in sg., ἵππος ὀκτακισχιλίη, for ὀκτακισχίλιοι ἱππεῖς, '8,000 horse', Hdt.7.85 ; so ὀ. ἀσπίς Id.5.30.

German (Pape)

[Seite 317] αι, α, achttausend; Her. 9, 28; Plat. Tim. 23 e u. Folgde; bei Collectivnamen auch im sing., ἵππος, ἀσπὶς ὀκτακισχιλίη, achttausend Mann zu Pferde, achttausend Schildträger, Her. 7, 85. 5, 30.

Greek (Liddell-Scott)

ὀκτᾰκισχίλιοι: [ῑ], -αι, -α, ὀκτὼ χιλιάδες, Ἡρόδ. 9. 28, Ξεν. Ἀν. 5. 5, 4, κτλ· ὡσαύτως ἐν τῷ ἑνικῷ ἵππος ὀκτακισχιλίη ἀντὶ ὀκτακισχίλιοι ἱππεῖς, Ἡρόδ. 7. 85· οὕτως, ὀκτ. ἀσπὶς 5. 30.

French (Bailly abrégé)

αι, α;
huit mille ; au sg. collectif ὀκτακισχίλιος, α, ον (ἵππος, ἀσπίς, etc.) 8 000 chevaux, boucliers, càd 8 000 hommes à cheval, armés de boucliers, etc.
Étymologie: ὀκτάκις, χίλιοι.

Greek Monolingual

-ες, -α (Α ὀκτακισχίλιοι, -αι, -α, και δωρ. ὀκτακισχήλιοι, δωρ. θηλ. εν. ὀκτακισχιλίη)
οκτώ χιλιάδες («ἐτάσσοντο κέρας ἔχοντες τὸ εὐώνυμον ὀκτακισχίλιοι», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτάκις + χίλιοι.

Greek Monotonic

ὀκτᾰκισχίλιοι: [ῑ], -αι, -α, οκτώ χιλιάδες, σε Ηρόδ., Ξεν.· στον ενικ., ἵπποςὀκτακισχιλίη, αντί οχτώ χιλιάδες ιππείς, σε Ηρόδ.