Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διεῖδον

From LSJ
Revision as of 22:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεῖδον Medium diacritics: διεῖδον Low diacritics: διείδον Capitals: ΔΙΕΙΔΟΝ
Transliteration A: dieîdon Transliteration B: dieidon Transliteration C: dieidon Beta Code: diei=don

English (LSJ)

inf. διϊδεῖν, aor. 2 with no pres. in use (διοράω being used),

   A see thoroughly, discern (on the Homeric usage v. δια-είδω), τι Ar.Nu.168, Pl.Phdr.264c; λόγος οὐ ῥᾴδιος διϊδεῖν Id.Phd.62b.    2 see through:—Pass., διειδομένη ἐν ὕδατι νῆσος Call.Del.191; ἀτραπὸς . . διειδομένη πεδίοιο seen through or across the plain, A.R.1.546.    II pf. δίοιδα, inf. διειδέναι, Ep. διίδμεναι Id.4.1360, distinguish, discern, ἀνδρῶν . . τὸν κακὸν διειδέναι E.Med.518, cf. Ar.Ra.975, Pl.Phdr.262a: fut., διείσεται ἡ χείρ Orib.8.36.6; decide, S.OC295.

German (Pape)

[Seite 617] διιδεῖν, s. διοράω.

Greek (Liddell-Scott)

διεῖδον: ἀπαρ. διϊδεῖν, ἀόρ. β΄ ἄνευ ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, ἀντ’ αὐτοῦ δὲ εἶνε ἐν χρήσει τὸ διοράω· - βλέπω ἐντελῶς, διακρίνω (περὶ τῆς Ὁμηρ. χρήσ. τῆς λέξεως ἴδε διαείδω), τι Ἀριστοφ. Νεφ. 168, Πλάτ. Φαίδρ. 264· διιδεῖν περί τινος ὁ αὐτ. Φαίδωνι 62Β. 2) βλέπω διὰ μέσου. - Παθ., διειδομένη ἐν ὕδατι νῆσος Καλλ. εἰς Δῆλ. 141· διειδομένη πεδίοιο, βλεπομένη διὰ μέσου τῆς πεδιάδος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 546. ΙΙ. ἀπαρ. διειδέναι, Ἐπ. διίδμεναι (Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1360), γνωρίζω τὴν διαφορὰν μεταξύ…, διακρίνω, ἀνδρῶν … τὸν κακὸν διειδέναι Εὐρ. Μηδ. 518, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 975, Πλάτ. Φαίδρ. 262Α· ἀποφασίζω, Σοφ. Ο. Κ. 295. - Ὁ ποιητ. μέλλ. διείσομαι ἐν Νικ. Θ. 494, 837, ἀναφέρεται εἰς τὸ ῥῆμα δίειμι, διέρχομαι.

French (Bailly abrégé)

v. διοράω.

Greek Monotonic

διεῖδον: απαρ. -ιδεῖν, αόρ. βʹ με ενεστ. σε αχρηστία, το διοράω αντί αυτού χρησιμοποιείται (πρβλ. διαείδω),· διακρίνω, εξετάζω προσεκτικά, σε Αριστοφ., Πλάτ.· διιδεῖν περί τινος, στον ίδ.
II. παρακ. δίοιδα, απαρ. διειδέναι· γνωρίζω τη διαφορά μεταξύ, διαφοροποιώ, διακρίνω, ξεχωρίζω, σε Ευρ. κ.λπ.· αποφασίζω, σε Σοφ.