συντυγχάνω

From LSJ
Revision as of 01:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντυγχάνω Medium diacritics: συντυγχάνω Low diacritics: συντυγχάνω Capitals: ΣΥΝΤΥΓΧΑΝΩ
Transliteration A: syntynchánō Transliteration B: syntynchanō Transliteration C: syntygchano Beta Code: suntugxa/nw

English (LSJ)

fut.

   A -τεύξομαι Hsch., Phot., Suid.: aor. 2 συνέτῠχον: pf.-τέτευχα Chrysipp.Stoic.2.174, PTeb.22.3 (ii B.C.):    I of persons, meet with, fall in with, τινι Hdt.4.14, Ar.Nu.608 (troch.), PTeb. l.c., etc.; so μοίρᾳ τοῦδ' ἐχθίονι σ. S.Ph.682 (lyr.); σ. νεκροῖς ἀσπαίρουσι Antipho 2.4.5; ξυνέτυχεν ἐξιόντι μοι ἄνθρωπος ἀποφράς Eup.309: abs., S.OT122; but οἱ συντυγχάνοντες, of two persons meeting, Hdt. 1.134, cf. Pl.Ti.56d.    2 rarely c. gen., like the simple verb, συντυχὼν κακῶν ἀνδρῶν perh. having like others met with evil men, S.Ph. 320 (σὺντυχὼν Paley), cf.OC1482 codd. (lyr., σοῦ τύχοιμι Cobet).    3 ὁ συντυχών the first that meets one, ὁ αἰεὶ ξυντυχών E.Hec.1182 (also without ὁ, Id.Rh.864): rarely in pres., ὁ συντυγχάνων Pl.Lg. 762c: also of things, τὸ συντυχόν the first that comes to hand, average, οὐ τὸ σ. ἔργον Hdt.1.51; πᾶν τὸ σ. ἡδέως ἤσθιεν X.Ages.9.3.    II of accidents and chances, happen to, befall, τὰ συντυχόντα σφι Hdt.8.136; ὅσα δεῖ χώρᾳ συντυχεῖν Pl.Lg.709c: abs., happen, fall out, εὖ ξυντυχόντων if things go well, A.Th.274; πᾶν τὸ συντυχὸν πάθος S.Aj.313; ὁ ξ. κίνδυνος Th.3.59; πρὸς τὰ σ. according to circumstances, Plu.Oth.13, cf.9: impers. συνετύγχανε, συνέτυχε, it happened that . ., c. inf., Th.7.70, Plb.15.4.5, Plu.Lys.12, Pel.18; συνέτυχε οὕτως, ὥστε . .Aristeas 307: c. part., ἡ οὐσία συντέτευχε τὸν μέσον κατειληφυῖα τόπον Chrysipp. l.c.

Greek (Liddell-Scott)

συντυγχάνω: μέλλ. -τεύξομαι· ἀόρ. β΄ συνέτῠχον. 1. ἐπὶ προσώπων, συναντῶ τυχαίως τινά, τινὶ Ἡρόδ. 4. 14, Ἀριστοφάν. Νεφ. 608, κτλ.· οὕτω, μοίρη τοῦδ’ ἐχθίονι σ. Σοφ. Φιλ. 683· σ. νεκροῖς ἀσπαίρουσι Ἀντιφῶν 119. 38· ξυνέτυχεν ἐξιόντι μοι ἄνθρωπος ἀποφρὰς Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 22· ἀπολ., παραλειπομένης τῆς δοτ., αὐτῷ Σοφ. Ο. Κ. 122· ἀλλά, οἱ συντυχόντες, ἐπὶ δύο προσώπων συναντωμένων, Ἡρόδ. 1. 134, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 56D. 2) σπανίως ὡς τὸ τυγχάνω, μετὰ γεν., ἡ δὲ πρόθ. συν λαμβάνεται κυριολεκτικῶς, συντυχὼν κακῶν ἀνδρῶν, τυχὼν κακῶν ἀνδρῶν ὁμοῦ, δηλ. Ἀτρειδῶν καὶ τῆς τ’ Ὀδυσσέως βίας Σοφ. Φιλ. 320, πρβλ. Ο. Κ. 1484. 3) ὁ συντυχών, ὡς τὸ ὁ τυχών, ὁ πρῶτος τυχών, πᾶς τις, Εὐριπ. Ρῆσ. 864· ὁ ἀεὶ ξυντυχὼν ὁ αὐτ. ἐν Ἑκάβ. 1182· σπαν. ἐν τῷ ἐνεστ., ὁ συντυγχάνων Πλάτ. Νόμ. 762D· (ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, τὸ συντυχόν, τὸ τυχόν, τὸ παρατυχόν, κοινόν, πρόστυχον, κακόν, Ἡρόδ. 1. 51, Ξεν. Ἀγησ. 9, 3). ΙΙ. ἐπὶ γεγονότων καὶ συμβάντων τυχαίων, συμβαίνω, γίνομαι, τὰ συντυχόντα σφι Ἡρόδ. 8. 136· ὅσα δεῖ χώρᾳ ξυντυχεῖν Πλάτ. Νόμ. 709C· ― ἀπολ., συμβαίνω, ἀποβαίνω, εὖ ξυντυχόντων, ἂν τὰ πράγματα ἀποβῶσι καλῶς, Αἰσχύλ. Θήβ. 274· πᾶν τὸ ξυντυχὸν πάθος Σοφ. Αἴ. 313· ὁ ξ. κίνδυνος Θουκ. 3. 59· πρὸς τὰ σ., κατὰ τὰς περιστάσεις, Πλουτ. Ἀθην. 13, πρβλ. 9· ― ἀπροσ., συνετύγχανε, συνέτυχε, συνέβη, ἔτυχε νά.., μετ’ ἀπαρ., Θουκ. 7. 70, Πλουτ. Λύσ. 12, Πελοπ. 18· καὶ μετὰ μετοχῆς, ἡ οὐσία συντέτευχε τὸν μέσον κατειληφυῖα τόπον Χρύσιππ. παρὰ τῷ αὐτῷ 2. 1054C.

French (Bailly abrégé)

f. συντεύξομαι, ao.2 συνέτυχον, etc.
1 se rencontrer avec, rencontrer, dat. ou gén. ; abs., en parl. d’événements se rencontrer, arriver, survenir ; ὁ συντυχών EUR le premier venu ; τὸ συντυχόν XÉN, τὰ συντυχόντα HDT, τὰ συντυγχάνοντα XÉN les événements ; οὐ συντυχὸν ἔργον HDT travail qui n’est pas le premier venu, non commun, non vulgaire;
2 • impers. συντυγχάνει il se rencontre que, avec une prop. inf. ou un part..
Étymologie: σύν, τυγχάνω.

English (Strong)

from σύν and τυγχάνω; to chance together, i.e. meet with (reach): come at.

English (Thayer)

2nd aorist infinitive συντυχεῖν; from (Sophocles), Herodotus down; to meet with, come to (A. V. come at) one: with a dative of the person, Luke 8:19.

Greek Monolingual

ΜΑ
βλ. συντυχαίνω.

Greek Monotonic

συντυγχάνω: μέλ. -τεύξομαι, αόρ. βʹ -έτῠχον·
I. 1. συναντώ, συναπαντώ, ανταμώνω κατά τύχη κάποιου, τινί, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· οἱ συντυχόντες, λέγεται για δύο πρόσωπα που συναντιούνται, σε Ηρόδ.· αλλά ὁ συντυχών όπως ὁ τυχών, ο πρώτος που συναντά κάποιος, ο πρώτος τυχών, σε Ευρ.· ὁ ἀεὶ ξυντυχών, στον ίδ.· ομοίως λέγεται για πράγματα, τὸ συντυχόν, το πρώτο τυχόν, κοινό, σύνηθες, πρόστυχο, κακό, σε Ηρόδ., Ξεν.
2. σπανίως όπως το τυγχάνω με γεν., όπου η πρόθεση σύν- με κυριολεκτική σημασία συντυχὼν κακῶν ἀνδρῶν, συναντώντας κακούς ανθρώπους από κοινού, μαζί, σε Σοφ.
II. λέγεται για τυχαία περιστατικά, συμβαίνω, τυχαίνω, γίνομαι· τὰ συντυχόντα σφι, σε Ηρόδ.· απόλ., συμβαίνω, αποβαίνω· εὖ ξυντυχόντων, εάν τα πράγματα έχουν ευτυχή κατάληξη, σε Αισχύλ.· ὁ ξυντυχὼν κίνδυνος, σε Θουκ.· απρόσ., συνετύγχανε, συνέτυχε, συνέβη, έτυχε να..., με απαρ., στον ίδ.