μόνορχις
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
English (LSJ)
εως, ὁ,
A with one testicle, LXX Le.21.20, Plu.2.917d; acc. pl. μονόρχεις Hippiatr.14 (v.l. -χας, cf. ἐνόρχης).
German (Pape)
[Seite 204] mit einer Hode; Plut. qu. nat. 21; Hippiatr.
Greek (Liddell-Scott)
μόνορχις: -εως, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἕνα μόνον ὄρχιν, Πλούτ. 2. 917D.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ μόνορχις, -εως)
αυτός που έχει μόνο έναν όρχι, μονάρχιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + ὄρχις (πρβλ. τρί-ορχις)].
Russian (Dvoretsky)
μόνορχις: εως adj. m с одним лишь яичком (σῦς Plut.).