κυλλός

From LSJ
Revision as of 09:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

κραδία δὲ φόβῳ φρένα λακτίζει → my heart knocks at my ribs

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυλλός Medium diacritics: κυλλός Low diacritics: κυλλός Capitals: ΚΥΛΛΟΣ
Transliteration A: kyllós Transliteration B: kyllos Transliteration C: kyllos Beta Code: kullo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A club-footed and bandy-legged, opp. βλαισός, Hp. Art.53, cf. 62; κ. πούς ib.53, Ar.Av.1379.    2 generally, deformed, contracted, κ. οὖς Hp.Art.40; crippled in the arm, κ. ἠκόντιζεν ἀμείνονα AP11.84 (Lucill.), cf. Ev.Matt.15.30, Gal.UP1.17, al.; ἔμβαλε κυλλῇ (sc. χειρί) put into a crooked hand, i.e. with the fingers crooked like a beggar's, to catch an alms, Ar.Eq.1083, cf. Sch.adloc.    2 of things, crooked, κ. κυκλάς PLond.3.776.10 (vi A.D.).    II κυλλά, τά, choliambi, Herod.8.79.

Greek (Liddell-Scott)

κυλλός: -ή, -όν, ὁ ἔχων βεβλαμμένους τοὺς πόδας, χωλός, κυρίως ἐπὶ ποδῶν κεκαμμένων πρὸς τὰ ἐκτὸς διὰ νόσον, ἀντίθ. τῷ βλαισός, Ἱππ. π. Ἄρθ. 820, πρβλ. 819Β, 827Ε· μηρὸς κυλλότερος 822Β· κ. ποὺς 821Β, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1379· κ. οὖς Ἱππ. 805Η. ἴδε Foës. Oecon. ― ἔμβαλε κυλλῇ (δηλ. χειρί), βάλε εἰς τὸ κοῖλον τῆς χειρός, ἢ κατ’ ἄλλους εἰς τὸ «κουλλὸν χέρι», Ἀριστοφ. Ἱππ. 1083, πρβλ. Σχολ. ἐν τόπῳ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 courbé;
2 tortu, déformé.
Étymologie: R. Κυρ, Κυλ, être courbé ; cf. κοῖλος.

English (Strong)

from the same as κυλιόω; rocking about, i.e. crippled (maimed, in feet or hands): maimed.

English (Thayer)

κυλλή, κυλλόν (akin to κύκλος, κυλίω, Latin circus, curvus, etc.; Curtius, § 81);
1. crooked; of the members of the body (Hippocrates, Aristophanes av. 1379): as distinguished from χωλός, it seems to be injured or disabled in the hands (but doubted by many), Tr marginal reading brackets κυλλούς and WH read it in marginal reading only).
2. maimed, mutilated (οὕς, Hippocrates, p. 805 (iii., p. 186, Kühn edition)): Mark 9:43.

Greek Monolingual

κυλλός, -ή, -όν (AM)
αυτός που έχει παραμορφωμένο το ένα του χέρι
αρχ.
1. αυτός που έχει κάποιο ελάττωμα στο ένα ή και στα δύο του πόδια, κυρίως πόδια που λυγίζουν προς τα έξω από αρθρίτιδα
2. γεν. στρεβλός, παραμορφωμένος («κυλλὸν οὖς», Ιπποκρ.)
3. (για πράγμα) αγκυλωτός, στρεπτός
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κυλλά
(μετρ.) οι χωλίαμβοι
5. φρ. «ἔμβαλε κυλλῇ» (ενν. χειρί)
βάλε στο κοίλο του χεριού, στη χούφτα του τεντωμένου και με τα δάκτυλα κυρτωμένα χεριού, όπως του επαίτη που ζητεί ελεημοσύνη (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εμφανίζει θ. κυλ- (πρβλ. κυλίνδω) και ανάγεται στην ΙΕ ρίζα (s)kel- «στρέφω, στηρίζω, κυρτός». Συνδέεται πιθ. με τη γλώσσα του Ησύχ. κελλόν- στρεβλόν, πλάγιον, καθώς και με αρχ.-ινδ. kuni- «παράλυτος στα χέρια»].

Greek Monotonic

κυλλός: -ή, -όν, κουτσός, παράλυτος, χωλός, κυρίως λέγεται για στρεβλά πόδια από ασθένεια, σε Αριστοφ.· ἔμβαλε κυλλῇ (ενν. χειρί), του έβαλε σε παράλυτο-κουλό χέρι, δηλ. με τα δάχτυλα κυρτωμένα, όπως σε ζητιάνου, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

κυλλός: кривой, хромой (πούς Arph.). - см. тж. κυλλή.