ἐγκατοικίζω
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
English (LSJ)
Att. fut. -ιῶ Lyc.1261:—
A settle or place in or on, Luc.Asin.25: metaph., τῇδε τῇ τάξει τὸ φρουρητικόν Dam. Pr.257; implant, Plu.2.779f (Pass.).
German (Pape)
[Seite 706] in einen Wohnort einsetzen, ansiedeln; παρθένον τῷ ὄνῳ, einen Platz auf dem Esel anweisen, Luc. Asin. 25; übertr., ὁ ἐκ φιλοσοφίας τῷ ἄρχοντι πάρεδρος καὶ φύλαξ ἐγκατοικισθεὶς λόγος Plut. ad princ. inerud. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκατοικίζω: μέλλ. -ίσω, τοποθετῶ, κάμνω τινὰ νὰ κατοικήσῃ ἔν τινι, Λουκ. Ὄνος 25· ― μεταφ. ἐμφυτεύω, Πλούτ. 2. 779F.
French (Bailly abrégé)
faire loger dans, établir dans, τινι.
Étymologie: ἐν, κατοικίζω.
Spanish (DGE)
I tr.
1 fundar δώδεκα πόλεις Str.5.4.3
•instalar, establecer, asentar c. ac. de pers. y dat. de lugar ἐγκατῴκισεν αὐτῇ Σύρους I.AI 9.245, cf. D.L.1.51, c. rég. prep. ἀπέναντι τοῦ παραδείσου ... αὐτόν Chrys.M.53.152.
2 colocar dentro, meter ἀγάλματ' ἐγκατοικιεῖ θεῶν en un templo, Lyc.1262, τὴν δὲ ... παρθένον τῷ ὄνῳ ἐγκατοικίσωμεν metamos a la doncella en la tripa del burro Luc.Asin.25, en v. pas. ἐν σαπροῖς σκεύεσι ... οἶνος κάλλιστος ἐγκατοικίζεται en los odres viejos se halla el mejor vino, Vit.Aesop.W.112
•fig. c. ac. de abstr. infundir, inspirar, inculcar c. dat. de pers. δέος σφίσιν Lib.Or.18.219, ἐν αὐτοῖς τυφλὰς ἐλπίδας Sch.A.Pr.253cH., en v. pas. ὁ δ' ἐκ φιλοσοφίας τῷ ἄρχοντι ... ἐγκατοικισθεὶς λόγος Plu.2.779e.
3 asignar Αἰγύπτιοι τῇδε τῇ τάξει τὸ φρουρητικὸν ἐγκατοικίζουσιν los egipcios asignan la propiedad de guardián a este orden (de seres) Dam.in Prm.257.
II intr. en v. med. instalarse, establecerse fig. de abstr. Ἔρως ... οὔπω ταῖς ψυχαῖς τῶν ἀνθρώπων ἐγκατῳκίζετο Him.10.9, τὸν νοῦν ἐγκατοικίζεσθαι τῷ σώματι Them.in de An.107.21.
Greek Monolingual
ἐγκατοικίζω (AM)
1. βάζω κάποιον να καθίσει κάπου, εγκαθιστώ
2. εμφυτεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκατοικίζω: 1) помещать, сажать (τινὰ τῷ ὄνῳ Luc.);
2) pass. обитать, находиться, тж. содержаться (τινί Plut.).