σαργάνη
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
English (LSJ)
[γᾰ], ἡ,= ταργάνη,
A plait, braid, A.Supp.788 codd. (lyr.). 2 basket, Aen.Tact.29.6, Timocl.21.7, 2 Ep.Cor.11.33, Luc.Lex.6, PFlor.269.7 (iii A.D.), PLond.2.236.11 (iv A.D.):—v. σάρκινος 111.
German (Pape)
[Seite 862] ἡ, wie ταργάνη, Flechtwerk, Geflecht; Korb mit Fischen, Timocl. bei Ath. VIII, 339 e u. IX, 407 a; vgl. auch Arist. H. A. 9, 2, Bekker; Flechte, Band, Aesch. μορσίμου βρόχου τυχεῖν ἐν σαργάναις, Suppl. 769; vgl. Luc. Lexiph. 6.
Greek (Liddell-Scott)
σαργάνη: ἡ, ὡς τὸ ταργάνη, πλέγμα, δεσμός, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 788. 2) καλάθιον, Τιμοκλ. ἐν «Ληθ.» 1, Λουκ. Λεξιφάν. 6, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ια΄, 33, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
osier tressé ; corbeille.
Étymologie: DELG terme techn. en -άνη, prob. emprunté.
English (Strong)
apparently of Hebrew origin (שָׂרַג); a basket (as interwoven or wicker-work: basket.
Greek Monolingual
και ταργάνη, ἡ, Α
1. πλέγμα, δεσμός
2. καλάθι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., η οποία εμφανίζει επίθημα -άνη (πρβλ. ορκ-άνη, πλεκτ-άνη). Για την εναλλαγή τών αρκτικών -σ- και -τ-, η οποία, κατά μία άποψη, οφείλεται σε αττικισμό, πρβλ. σεῦτλον: τεῦτλον, σίλφη: τίλφη.
Greek Monotonic
σαργάνη: [ᾰ], ἡ,
1. πλέγμα, πλεξίδα, σε Αισχύλ.
2. καλάθι, κοφίνι, σε Καινή Διαθήκη (άγν. προέλ.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σαργάνη -ης, ἡ gevlochten mand, korf.
Russian (Dvoretsky)
σαργάνη: ἡ1) жгут, шнурок Aesch.;
2) плетенка, корзина Luc., NT.