κόφινος
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
English (LSJ)
ὁ,
A basket, acc. to AB102 less Att. than ἄρριχος, found in Ar.Av.1310, Fr.349, Pl.Com.41, X.Mem.3.8.6, IG22.1672.65, Thphr.Char.4.11, PPetr.3p.312 (iii B. C.); in later times used specially by Jews, Juv. 3.14, 6.542, cf. Ev.Matt.16.9. II Boeotian measure, containing nine Attic choenices, i.e. about two gallons, κ. σίτου IG7.2712.65, cf. Stratt.13, Arist.HA629a13, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1497] ὁ, K orb; Ar. Av. 1310; Xen. Hem. 3, 8, 6; Sp.; die Atticisten verwerfen das Wort u. setzen dafür ἄῤῥιχος. – Bei den Böotern ein Maaß für trockene und flüssige Dinge, drei χόες haltend, Strattis bei Poll. 4, 169. – [Nonn. par. 6, 52 braucht ι auch lang.]
Greek (Liddell-Scott)
κόφῐνος: ὁ, «κοφίνι», κατὰ τοὺς Γραμμ. ἧττον Ἀττ. τοῦ ἄρριχος, ἀλλ’ εὕρηται ἐν Ἀριστοφ. Ὄρ. 1310, Ἀποσπ. 129, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑορταῖς» 15, Στράττ. ἐν «Κινησίᾳ» 1, Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 6· κατὰ τοὺς μεταγενεστέρους χρόνους ἐν χρήσει πρὸ πάντων παρὰ τοῖς Ἰουδαίοις, Ἰουβεν. 3. 14., 6. 542, Κ. Δ.· ἦτο δὲ ὡς φαίνεται μικρότερον τῆς σπυρίδος, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Ματθ. ις΄, 10, Πράξ. Ἀποστ. θ΄, 25. ΙΙ. Βοιωτικόν τι μέτρον περιέχον 9 Ἀττικὰς χοίνικας δηλ. σχεδὸν 10 λίτρας, Ἐπιγραφ. Βοιωτ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 46, Στράττ. ἐν «Κινησίᾳ» 1, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 42, 4, Ἡσύχ. ῑ ἅπαξ παρὰ Νόνν.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
corbeille.
Étymologie: DELG mot techn. sans étym., pê emprunt.
English (Strong)
of uncertain derivation; a (small) basket: basket.
English (Thayer)
κοφινου, ὁ, a basket, wicker basket (cf. B. D. under the word Smith's Bible Dictionary, Basket): Aristophanes av. 1310; Xenophon, mem. 3,8, 6; others.)
Greek Monolingual
ο (Α κόφινος)
μεγάλο καλάθι, κοφίνι («οὔπω νοεῑτε, οὐδὲ μνημονεύετε τοὺς πέντε ἄρτους τῶν πεντακισχιλίων καιὶ πόσους κοφίνους ἐλάβετε;», ΚΔ)
αρχ.
βοιωτικό μέτρο χωρητικότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., την οποία με τη σειρά της δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. cophinus) και μέσω αυτής και άλλες ρομανικές αλλά και γερμανικές γλώσσες (πρβλ. γαλλ. couffin «ζεμπίλι», αγγλ. coffin «φέρετρο», μσν. άνω γερμ. Koffer «κιβώτιο»).
ΠΑΡ. κοφίνι(ον), κοφινώ
αρχ.
κοφινίς, κοφινώδης.
ΣΥΝΘ. κοφινοποιός.
Greek Monotonic
κόφῐνος: ὁ, κοφίνι, καλάθι, σε Αριστοφ., Ξεν.· μεταγεν. χρησιμοποιείται ιδίως για τον Ιησού, σε Καινή Διαθήκη· ήταν εμφανώς μικρότερο από το σπυρίς.
Russian (Dvoretsky)
κόφῐνος: ὁ1) корзина, короб Arph., Xen., NT;
2) кофин (беотийская мера жидкостей и сыпучих тел, содержащая 3 χόες) Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κόφινος -ου, ὁ mand.