παιφάσσω

From LSJ
Revision as of 06:10, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιφάσσω Medium diacritics: παιφάσσω Low diacritics: παιφάσσω Capitals: ΠΑΙΦΑΣΣΩ
Transliteration A: paiphássō Transliteration B: paiphassō Transliteration C: paifasso Beta Code: paifa/ssw

English (LSJ)

   A dart, rush about, παιφάσσουσα διέσσυτο λαὸν Ἀχαιῶν Il.2.450, cf. A.R.4.1440; περί τινα Procl.in Alc.p.136C.; quiver, Opp.C.2.250, H.2.288.    2 trans., wave violently, λαμπάδα Jo.Gaz. Ecphr.2.167. (Redupl. form; cf. δια-φάσσειν, Lat. fax.)

German (Pape)

[Seite 444] reduplleirte Form von φαω, schnell, wild umherblicken, παιφάσσουσα διέσσυτο λαὸν Ἀχαιῶν Il. 2, 450, u. sp. D., wie Ap. Rh. 4, 1442 παίφασσε δὲ τόνδ' ἀνὰ χῶρον ὕδωρ ἐξερέων; bei Hippocr. = wahnsinnig blicken, wahnsinnig sein; Sp. sich schnell, ungestüm bewegen, zucken, zappeln, καὶ ἀσπαίρω, Opp. Cyn. 2, 250, vgl. Hal. 2, 288, von einem gefangenen Fische.

Greek (Liddell-Scott)

παιφάσσω: τινάσσομαι, ὁρμητικῶς φέρομαι, ἐφορμῶ ἀγρίως τῄδε κακεῖσε, παιφάσσουσα διέσσυτο λαὸν Ἀχαιῶν Ἰλ. Β. 450· τρέμω, Λατ. palpitare, Ὀππ. Κ. 2. 250, Ἀλ. 2. 288. 2) μεταβ. κινῶ, σείω βιαίως, λαμπάδα Ἰω. Γαζ. Ἔκφρ. 525. (Προδήλως τύπος μετ’ ἀναδιπλ. ὡς τὸ δαιδάλλω· ἡ √ΦΑΣ, πιθανῶς σχετιζομένη πρὸς τὸ Σανσκρ. bhäs (lucere), φαίνεται ὅτι εἶναι δευτερεύων τύπος τῆς ῥίζης ΦΑ, ἴδε ἐν λ. φαίνω· ὥστε ἡ πρώτη αὐτῆς σημασία θὰ εἶναι ἡ τῆς ταχείας κινήσεως οἵα ἡ τοῦ φωτός, ὡς ἐν τοῖς αἰόλος, ἀργός.)

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
se montrer tout à coup, apparaître soudainement.
Étymologie: R. Φα, briller, avec redoubl. épq.

English (Autenrieth)

only part., παιφάσσουσα, darting gleams, ‘like lightning,’ Il. 2.450†.

Greek Monolingual

παιφάσσω (Α)
1. κινούμαι ορμητικά, τινάσσομαι
2. σείομαι
3. κινώ κάτι βίαια, σείω.
[ΕΤΥΜΟΛ. P., αμφβλ. σημ. και ετυμολ., με επιτατ. διπλασιασμό (πρβλ. μαι-μάω). Σύμφωνα με τις περισσότερες μαρτυρίες το ρ. έχει τη σημ. «κινούμαι ορμητικά». Ωστόσο, από ένα χωρίο της Ιλ. παιπάσσουσα παντί φαινομένη προκύπτει η σημ. «λάμπω, ακτινοβολώ». Αν θεωρηθεί ότι αυτή είναι η αρχική του σημ., τότε θα ήταν δυνατόν να υποτεθεί ένας αρκτικός φθόγγος ğhw- για το ρ. και να συνδεθεί με το λατ. fax «πυρσός» και το λιθουαν. žvakė «κερί»].

Greek Monotonic

παιφάσσω: (αναδιπλ. από √ΦΑ του φαίνομαι), μόνο στον ενεστ., τινάσσομαι ή ορμώ άγρια, σε Ομήρ. Ιλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παιφάσσω rondrennen.

Russian (Dvoretsky)

παιφάσσω: мелькать, быстро появляться то тут, то там: (Ἀθήνη) παιφάσσουσα διέσσυτο λαὸν Ἀχαιῶν Hom. быстро появляясь то тут, то там, Афина пробегала стан ахейцев.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: Mean. uncertain: to twitch, to sway, to move vehemently? (πυκνὰ ἀπ' ἄλλου ἐπ' ἄλλον ὁρμᾶν, ἐνθουσιαστικῶς ἔχειν, σπεύδειν, θορυβεῖν, πηδᾶν H.), to flash, to flicker? (Β 450, Ε 803, A. R., Q. S., Opp.); cf. παραιφάσσει τινάσσει, πηδᾳ̃, παρακινεῖ. διαφάσσειν διαφαίνειν. παιπάσσουσα (Β450) παντὶ φαινομένη H.; on this Bechtel Lex. s.v. and Erbse Herm. 81, 171.
Other forms: Only Presensstem.
Compounds: Rarely with ἐκ-, περι-.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Reduplicated intensive formation (Schwyzer 647); as the meaning is uncertain, there is no certain etymology. Usually with Fick(-Bezzenberger) BB 8, 331 connected with a.o. Lat. fax torch, which supposes an anlaut *ǵhu̯-, as it belongs to Lith. žvãkė candle. Objections in WP. 1, 645 w. lit. and other proposals (to be rejected; cf. Bq). Rich lit. also in W.-Hofmann s. fax. Cf. φάσσα.