ἀσύνθετος

From LSJ
Revision as of 20:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσύνθετος Medium diacritics: ἀσύνθετος Low diacritics: ασύνθετος Capitals: ΑΣΥΝΘΕΤΟΣ
Transliteration A: asýnthetos Transliteration B: asynthetos Transliteration C: asynthetos Beta Code: a)su/nqetos

English (LSJ)

ον, (συντίθημι)

   A uncompounded, Pl.Phd.78c, Tht.205c, Arist.Pol.1252a19; freq. in Gramm., as A.D.Synt.172.27, al.; ἀ. φωνή a word standing alone, Chrysipp.Stoic.2.50. Adv. -τως Eust.17.6.    II (συντίθεμαι) bound by no covenant, faithless, ὁ δῆμός ἐστιν πρᾶγμα τῶν πάντων ἀσυνθετώτατον D.19.136 (v.l. ἀσυνετ-), cf. Ep.Rom.1.31; making no covenants, ἀ. διατελοῦσι Phld.Herc.1251.19.

German (Pape)

[Seite 380] 1) nicht zusammengesetzt, einfach, Plat. Phaed. 78 c u. öfter; τὸ σύνθετον μέχρι τῶν ἀσυνθέτων ἀνάγκη διαιρεῖν Arist. Pol. 1, 1. – 2) Dem. 19, 136 nennt das Volk ἀσταθμητότατον πρᾶγμα τὸ πάντων καὶ ἀσυνθετώτατον (die v. l. ἀσυνετώτατον in vielen mss. beruht auf einer Erkl. Harpocr.), nach Harpocr. ἀπιστότατον καὶ ἀβεβαιότατον καὶ πίστεις οὐ τιθέμενον, unbeständig, unzuverlässig, od. der etwas nicht wahrnimmt, nicht beherzigt (συντίθεσθαι), VLL. auch bundbrüchig, Ep. ad Rom. 1, 31.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσύνθετος: παλ. Ἀττ. ἀξύνθετος, ον, (συντίθημι) ὁ μὴ σύνθετος, ἁπλοῦς, Πλάτ. Φαίδων 78C, Θεαίτ. 205C, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 1, 3, κ. ἀλλ., καὶ συχνάκις παρὰ γραμμ.: ― Ἐπίρρ. -τως Εὐστ. 17. 6. ΙΙ. (συντίθεμαι) ὁ μὴ περιοριζόμενος ὑπ’ οὐδεμιᾶς συνθήκης, ἀτίθασος, ὁ δῆμός ἐστιν ὄχλος, ἀσυνθετώτατον πρᾶγμα τῶν ἁπάντων Δημ. 383. 6, πρβλ. Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. 1. 31: ― Ἐπίρρ. -τως Ἰουστῖν. Μ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non composé, simple.
Étymologie: ἀ, σύνθετος.

Spanish (DGE)

-ον
I (de συντίθημι)
1 no compuesto, simple de cosas y abstr. αὐτὸ καθ' αὑτὸ (τῶν πρώτων) ἕκαστον ... ἀσύνθετον cada uno de los primeros elementos es por sí y en sí algo simple Pl.Tht.205c, τὸ πρωτογενὲς ἀνθρώποις κτῆμα ... ἀσύνθετον de las materias primas, Pl.Plt.288e, τῶν ἐν τοῖς ζῴοις μορίων τὰ μὲν ... ἀσύνθετα ὅσα διαιρεῖται εἰς ὁμοιομερῆ Arist.HA 486a5, de las preposiciones, Longin.10.6, εἶδος Plot.6.7.30, φύσις Gr.Nyss.Apoll.p.153.29, ὁ τοῦ θεοῦ νοῦς Eus.PE 3.10.15, cf. Plu.2.1085b, Porph.Sent.14, 38
neutr. subst. τὸ ἀ., τὰ ἀ. lo simple op. τὰ σύνθετα, τὰ συγκείμενα Pl.Phd.78c, Arist.Metaph.1076b19, Pol.1252a19
de colores puro Thphr.Sens.82
gram. simple στοιχεῖα Gramm.Pap.9.41, ἀντωνυμία A.D.Pron.32.17, 44.16, ἀ. γενική el genitivo de un pronombre simple A.D.Synt.172.27, φωνή Chrysipp.Stoic.2.50
mat. no divisible de los números primos Theol.Ar.61 (= Philol.A 13)
mús. τὰ διαστήματα intervalos simples, e.d., no divisibles en otros más pequeños, Aristox.Harm.9.11, 14, Aristid.Quint.10.20, 11.12, Mart.Cap.9.949, Anon.Bellerm.74
métr. del tetrámetro no compuesto Mar.Vict.114.16, πόδες Aristid.Quint.37.5.
2 de pers., en sent. moral descompuesto, incompleto κᾆτα διὰ παντὸς ἀσύνθετοι διατελοῦσιν Phld.Herc.1251.19.
II (de συντίθεμαι)
1 que falta a lo convenido, infiel ὁ δῆμός ἐστιν ... πρᾶγμα ... ἀσυνθετώτατον D.19.136, de los gentiles Ep.Rom.1.31, ἡ ἀ. Ἰούδα la pérfida Judá LXX Ie.3.7, cf. Ptol.Tetr.3.14.35, Gr.Naz.M.35.1133C.
2 que no pacta ἡ πρὸς τὸν βίον ἡμῶν ἀ. τύχη Plb.29.21.5.
III adv. -ως sin composición, separadamente ἀ. ἔχειν Leont.H.Nest.M.86.1481A, cf. Gr.Naz.M.36.88B
gram. sin formar composición c. el verbo Gramm.Pap.1.39, cf. Eust.17.7.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a derivative of συντίθεμαι; properly, not agreed, i.e. treacherous to compacts: covenant-breaker.

English (Thayer)

ἀσυνθετον,
1. uncompounded, simple (Plato, Aristotle, others.).
2. (συντίθεμαι to covenant), covenant-breaking, faithless: Demosthenes de falsa leg., p. 383,6; cf. Pape and Passow under the word; ἀσυνθέτειν to be faithless (ἀσυνθεσία transgression, Ald., Complutensian; 2Esdr. 9:2,4; ἐυσυνθέτειν to keep faith; (cf. Trench, § lii.)).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσύνθετος, -ον, Α και ἀξύνθ-) συντίθημι
ο μη σύνθετος, ο απλός
νεοελλ.
1. εκείνος του οποίου δεν έχουν συντεθεί τα μέλη ώστε ν' αποτελέσει ολότητα
2. αυτός που δεν είναι δυνατόν να συντεθεί με άλλον
3. εκείνος που δεν έχει στοιχειοθετηθεί
αρχ.-μσν.
1. όποιος δεν περιορίζεται από καμιά συνθήκη, ο αδίστακτος
2. αβέβαιος, ασταθής.

Greek Monotonic

ἀσύνθετος: αρχ. Αττ. ἀ-ξύνθετος, -ον·
I. (συντίθημι) μη σύνθετος, απλός, σε Πλάτ.
II. (συντίθεμαι) αυτός που δεν περιορίζεται από καμιά συνθήκη, ατίθασος, ανέντιμος, σε Δημ., Κ.Δ.

Russian (Dvoretsky)

ἀσύνθετος: староатт. ἀξύνθετος
1) не составной, несложный, простой Plat., Arst.;
2) ненадежный, вероломный (ὄχλος Dem.).

Middle Liddell

συντίθημι
I. uncompounded, Plat.
II. (συντίθεμαι) bound by no covenant, faithless, Dem., NTest.