κατάμεμπτος

From LSJ
Revision as of 00:05, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάμεμπτος Medium diacritics: κατάμεμπτος Low diacritics: κατάμεμπτος Capitals: ΚΑΤΑΜΕΜΠΤΟΣ
Transliteration A: katámemptos Transliteration B: katamemptos Transliteration C: katamemptos Beta Code: kata/memptos

English (LSJ)

ον,

   A blamed by all, abhorred, γῆρας S.OC1235 (lyr.): neut. pl. as Adv., οὔ τοι κατάμεμπτ' ἔβητον ye have fared not so as to have cause to find fault, ib.1696 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1363] tadelhaft, getadelt, Vorwürfen ausgesetzt; γῆρας Soph. O. C. 1236; adverbial, οὔ τοι κατάμεμπτ' ἔβητον 1693, ihr kamt nicht auf eine Weise, über die ihr euch beklagen könnt. Von

Greek (Liddell-Scott)

κατάμεμπτος: -ον, ἄξιος μομφῆς, περιφρονήσεως, γῆρας κ. καὶ ἀπροσόμιλον Σοφ. Ο. Κ. 1235· οὐδ. πληθ. ὡς Ἐπίρρ., οὔ τοι κατάμεμπτ’ ἐβήτην, δὲν ἤλθετε ἐδῶ νὰ εὕρητε ἀφορμὴν πρὸς μομφήν, αὐτόθι 1695.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
méprisé, méprisable.
Étymologie: καταμέμφομαι.

Greek Monolingual

κατάμεμπτος, -ον (Α) καταμέμφομαι
αυτός που κατηγορείται ή καταφρονείται από όλους («γῆρας κατάμεμπτον», Σοφ.).

Greek Monotonic

κατάμεμπτος: -ον, αξιοκατάκριτος από όλους, απεχθής, σε Σοφ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., ώστε να υπάρχει αφορμή για επίκριση, σε Ομήρ. Ιλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάμεμπτος -ον, adj. verb. van καταμέμφομαι, afkeurenswaardig; n. plur. adv. κατάμεμπτα:. οὔ τοι κατάμεμπτ ’ ἔβητον de weg die jullie hebben afgelegd is niet afkeurenswaard Soph. OC 1696.

Russian (Dvoretsky)

κατάμεμπτος: (всеми) порицаемый, т. е. тягостный, ужасный (τὸ γῆρας Soph.).

Middle Liddell

κατάμεμπτος, ον
blamed by all, abhorred, Soph.: neut. pl. as adv. so as to have cause to find fault, Il.