σῖγα

From LSJ
Revision as of 00:55, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῖγα Medium diacritics: σῖγα Low diacritics: σίγα Capitals: ΣΙΓΑ
Transliteration A: sîga Transliteration B: siga Transliteration C: siga Beta Code: si=ga

English (LSJ)

Adv., (σιγή)

   A silently, used in Trag. (and late Ep., A.R.1.267), σῖγ' ἔχοντες S.Ph.258; σῖγ' ἔχουσα πρόσμενε Id.El.1236; ἀλλὰ σ. πρόσμενε ib.1399; ἄκουε σ. Id.Fr.815; κάθησο σ. Ar.Ach.59: also as an exclam., σῖγα hush! be still! A.Ag.1344; so οὐ σ.; Id.Th.250; οὐ σῖγ' ἀνέξει; S.Aj.75; the public crier proclaiming silence said σ. πᾶς (sc. ἔστω), Ar.Ach.238, cf. E.Hec.532; σ. κηρῦξαι στρατῷ Id.Ph. 1224.    2 under one's breath, in a whisper, quietly, secretly (cf. σιγή 11), τὰ δὲ σ. τις βαΰζει A.Ag.449; σῖγ' ἐπέρχεται φάτις S.Ant.700; σ. σήμαινε Id.Ph.22; σ. μὲν ἡρώεσσιν ἐκέκλετο Orph.A.702; πῶς αἱ πατρῷαί σ' ἄλοκες φέρειν . . σῖγ' ἐδυνάθησαν; S.OT1212.

German (Pape)

[Seite 877] adv., stillschweigend, still; οὐ σῖγα; μηδὲν τῶνδ' ἐρεῖς κατὰ πτόλιν; Aesch. Spt. 250; Ag. 1317 Ch. 94; ἀλλὰ σῖγα πρόσμενε, Soph. El. 1391; οὐ σῖγ' ἀνέξει; Ai. 75; σῖγ' ἔχειν, sich ruhig verhalten, Phil. 258 u. öfter, wie Eur. u. Ar. Ach. 226.

Greek (Liddell-Scott)

σῖγα: Ἐπίρρ. (σιγὴ) σιωπηλῶς, ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Ἀττικ. ποιηταῖς, σῖγ’ ἔχοντες Σοφ. Φιλ. 258· σῖγ’ ἔχουσα πρόσμενε ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1236· ἀλλὰ σῖγα πρόσμενε αὐτόθι 1399· σῖγ’ ἀκούειν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 819· κάθησο σῖγα Ἀριστοφ. Ἀχ. 59· ὡσαύτως ὡς ἐπιφώνημα, σῖγα, σιωπή! «σούτ!» Αἰσχύλ. Ἀγ. 1344· οὕτως, οὐ σῖγα; ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 250· οὐ σῖγ’ ἀνέξει; Σοφ. Αἴ. 75· ― ὁ δημόσιος κῆρυξ κραυγάζων ἔλεγε: σῖγα πᾶς (ἐξυπακ. ἔστω) Ἀριστοφ. Ἀχ. 238, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 532· σῖγα κηρύσσειν ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1224. 2) ἐν πολλῇ ἡσυχίᾳ ὡς ἐν ψιθυρισμῷ, χαμηλῇ τῇ φωνῇ, ἡσύχως, μυστικῶς (πρβλ. σιγὴ ΙΙ), τάδε σῖγά τις βαΰζει Αἰσχύλ. Ἀγ. 449· σῖγ’ ἐπέρχεται φάτις Σοφ. Ἀντ. 700· σῖγα σήμαινε ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 22· σῖγα μὲν ἡρώεσσιν ἐκέκλετο Ὀρφ. Ἀργ. 700· πῶς αἱ πατρῷαί σ’ ἄλοκες φέρειν ... σῖγ’ ἐδυνάθησαν; Σοφ. Ο. Τ. 1212.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 en silence : σῖγα ESCHL silence ! ; σῖγα ἔχω se taire;
2 silencieusement, doucement, sans bruit.
Étymologie: σιγή.

Greek Monotonic

σῖγᾰ: επίρρ. (σιγή),
1. σιωπηλά, ήσυχα· σῖγα ἔχειν, είμαι σιωπηλός, σε Σοφ.· κάθησο σῖγα, σε Αριστοφ.· μόνο του, σῖγα, σιωπή! κάτσε φρόνιμος! «σουτ»! σε Αισχύλ. ο δημόσιος κήρυκας αναγγέλλοντας σιωπητήριο έλεγε σῖγα πᾶς (ενν. ἔστω), σε Αριστοφ.
2. μέσα απ' τα δόντια, ψιθυριστά, κρυφά, σε Αισχύλ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

σῖγα: adv.
1) молча: σῖγα! Aesch. молчи(те)!, тише!; οὐ σ.; Aesch. да замолчишь ли ты?; σῖγ᾽ (ἔχουσα) πρόσμενε Soph. храни молчание; σ. κηρύσσειν Eur. через глашатая давать знак к молчанию;
2) тайком, втайне, неслышно (σῖγ᾽ ἐπέρχεται φάτις Soph.): γελῶσι σῖγ᾽ ἔχοντες Soph. они втайне смеются.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σῖγα, adv., in stilte, zwijgend:; γελῶσι σῖγ ’ ἔχοντες zij lachen stilletjes Soph. Ph. 238; als bevel:; σῖγα ! stil! Aeschl. Ag. 1344; heimelijk:. τάδε σῖγά τις βαΰζει dat is wat men heimelijk zegt Aeschl. Ag. 449.

Frisk Etymological English

Grammatical information: Adv.
Meaning: silently, in silence, also interj. be quiet!, hush! (trag.).
Derivatives: Besides σιγάω (Hom. only ipv. σίγα; ind. since h. Merc.), fut. σιγήσομαι (S., E., Ar. a. o.), -ήσω (AP, D. Chr. a. o.), perf. σεσίγηκα (Aeschin.), pass. σιγ-άομαι (S.), aor. -θῆναι (Hdt., E.), -αθῆναι (Theoc.), fut. -ηθήσομαι (E.), perf. σεσίγ-ημαι, Dor. -αμαι (Pi., E.), sometimes with κατα- a. o., 'to be quiet, to keep secret', pass. to be kept secret. Subst. σιγή, Dor. (Pi.) f. silence, secrecy (Il.; Hom. only σιγῃ̃; cf. below); late innovation σῖγος n. id. (An. Ox.; cf. Schwyzer 512). -- Derivations. 1. From σιγή: σιγ-αλέος silent (AP, Orph.), -άζω (Pi., X., D.C. a.o.; κατα- σῖγα Arist. a.o.) to make silent; κατασιγαίνει H to πραΰνει. 2. From σιγάω: σιγ-ηλός, Dor. (Pi.) -αλός silent (Hp., S., Arist. etc.; may also come from σιγή, Thieme Studien 50 A. 3), -ηρός id. (Men., LXX a. o.), -ητής m. silent person (Latium IIp), -ητικός silent (Hp.), -ημονᾳ̃ς σιγᾳ̃ς H. -- On the unclear σιγ-άρνης m. (Call. Epigr. 45, 6) s. Schwyzer RhM 75, 447 a. 77, 105.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: As basis of this wordgroup is prob. to be considered the first interjectival adv. σῖγα; from there the ipv. σίγα and the instrumental dat. σιγῃ̃ (cf. Porzig Satzinhalte 74) of a gradually built verbal and nominal inflection (Schwyzer 722 n. 3 a. 726, Schw.-Debr. 257 n. 1, Chantraine Gramm. hom. 1, 357; diff. Georgacas Glotta 36, 181 f.). -- For σῖγα onomatop. origin is prob., s. Schwyzer 307 w. lit. On the other hand ῥίγα (i.e. Ϝίγα) σιώπα H. points to orig. *σϜιγ-, which fits best to the WestGerm. verb for schweigen (be silent) in OHG swīgēn (only the velar is genetically deviant); on the anlaut cf. the doublet ὗς : σῦς. Further forms w. lit. and hypothetic connections in Bq, WP. 2, 534, Pok. 1052. -- Cf. σιωπάω, . On the IE expressions for be silent Porzig Gliederung 107.

Middle Liddell

σιγή
1. silently, σῖγα ἔχειν to be silent, Soph.; κάθησο σῖγα Ar.; alone, σῖγα hush! be still! Aesch.:—the public crier proclaiming silence said σῖγα πᾶς (sc. ἔστὠ Ar.
2. under one's breath, in a whisper, secretly, Aesch., Soph.