πάλος

From LSJ
Revision as of 05:20, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάλος Medium diacritics: πάλος Low diacritics: πάλος Capitals: ΠΑΛΟΣ
Transliteration A: pálos Transliteration B: palos Transliteration C: palos Beta Code: pa/los

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, (

   A πάλλω 1.3) lot cast from a shaken helmet, A.Th. 458.    2 Lyr., Ion., and Trag. generally, = κλῆρος, lot, τόνδε τὸν πάλον λαχόην Sapph.9, cf. A.Th.376; πάλῳ λαχεῖν ib. 126, Hdt.4.94, 153, Aen.Tact.20.2; πάλῳ ἀρχὰς ἄρχειν Hdt.3.80; πάλου κύρσαι A. Pers.779; τύχης π. Id.Ag.333; οὓς ἐκλήρωσεν π. E.Ion416, cf. S. Ant.275, dub. in E.IA1151.    3 ballot, vote, A.Eu.742, 753.

German (Pape)

[Seite 453] ὁ, das durch Schwingen aus dem Helme fliegende Loos, u. übh. das Loos (ion. u. poet. = κλῆρος); ἂμ πάλον θέμεν, Pind. Ol. 7, 61; Ἐτεόκλῳ τρίτος πάλος ἐξ ὑπτίου πήδησεν εὐχάλκου κράνους, Aesch. Spt. 458, öfter; auch τύχης πάλος, Ag. 333; Soph. Ant. 275; Eur. Troad. 263; πάλῳ λαχών, Her. 4, 153; ἀρχὰς πάλῳ ἄρχειν, obrigkeitliche Aemter durchs Loos erhalten, 3, 80.

Greek (Liddell-Scott)

πάλος: [ᾱ], ὁ, (πάλλω Ι, 3) ὁ κλῆρος ὁ ἐκπηδῶν ἐκ τῆς σειομένης περικεφαλαίας (Αἰσχύλ. Θήβ. 458) ἄμ πάλον θέμεν, ῥίπτειν ἐκ νέου τὸν κλῆρον, Πινδ. Ο. 7. 109. 2) ἐν χρήσει καθόλου ἀντὶ τοῦ κλῆρος, παρὰ τοῖς Ἴωσι συγγραφεῦσι, πάλῳ λαχεῖν, λαβεῖν διὰ κλήρου, Ἡρόδ. 4. 94, 153· ἀρχὰς πάλῳ ἄρχειν, ἄρχειν διὰ κλήρου, ὁ αὐτ. 3. 80· - ἀλλὰ καὶ παρὰ Τραγ. οὐχὶ σπανίως, πάλου κύρσαι Αἰσχύλ. Πέρσ. 779 πάλῳ καὶ πάλον λαχεῖν ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 126, 374· τύχης π. ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 333· οὓς ἐκλήρωσεν πάλος Εὐρ. Ἴων 419, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 275· περὶ τοῦ ἐν Εὐρ. Ι. Α. 1151 χωρίου: σῷ προσούρισας πάλῳ, ἴδε προσορίζω.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 sort qui s’échappe du casque que l’on secoue ; en gén. sort qui échoit à qqn : πάλῳ λαχεῖν obtenir par le sort ; ἀρχὰς πάλῳ ἄρχειν HDT recevoir par voie du sort des fonctions publiques;
2 lot, part échue par le sort.
Étymologie: πάλλω.

Greek Monolingual

(I)
πάλος, ὁ (Α) πάλλω
1. κλήρος που βγαίνει από σειόμενη περικεφαλαία
2. (γενικά) κλήρος
3. ψήφοςἀρίθμημα τῶν πάλων», Αισχύλ.).
(II)
ο (ΑΜ πᾱλος)
μυτερό ξύλο, πάσσαλος, παλούκι
αρχ.
ομάδα ή ζεύγος ξιφομάχων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pālus «μυτερό ξύλο, παλούκι»].

Greek Monotonic

πάλος: [ᾰ], ὁ (πάλλω I. 3), κλήρος που βγαίνει από την περικεφαλαία που αναταράζεται, ἂμ πάλον θέμεν, ρίχνω ξανά τον κλήρο, σε Πίνδ.· πάλῳ λαχεῖν, αποκτώ με κλήρο, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· ἀρχὰς πάλῳ ἄρχειν, κρατώ δημόσιο αξίωμα με κλήρο, σε Ηρόδ.· οRς ἐκπλήρωσεν πάλος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πάλος: (ᾰ) ὁ жребий: πάλῳ λαχεῖν Her. получить по жребию; πάλῳ ἄρχειν ἀρχάς Her. занимать общественные должности по жребию; οὓς ἐκλήρωσεν π. Eur. (те), на которых пал жребий.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: lot
See also: s. πάλλω.

Middle Liddell

πάλλω I.3]
the lot cast from a shaken helmet, ἂμ πάλον θέμεν to cast the lot again, Pind.; πάλωι λαχεῖν to obtain by lot, Hdt., Aesch.; ἀρχὰς πάλωι ἄρχειν to hold public offices by lot, Hdt.; οὓς ἐκλήρωσεν πάλος Eur.