ἐφάπαξ

From LSJ
Revision as of 20:40, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (c1)

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφάπαξ Medium diacritics: ἐφάπαξ Low diacritics: εφάπαξ Capitals: ΕΦΑΠΑΞ
Transliteration A: ephápax Transliteration B: ephapax Transliteration C: efapaks Beta Code: e)fa/pac

English (LSJ)

[ᾰπ], Adv.

   A once for all, Eup. 175, Ep.Rom.6.10, Ep.Hebr. 7.27, etc.    II at once, Ep.Cor.15.6.

German (Pape)

[Seite 1112] für einmal, auf einmal, Sp., wie Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφάπαξ: Ἐπίρρ., ἅπαξ μόνον, μίαν φορὰν μόνον, Εὔπολις ἐν «Κόλαξιν» Α. Β. 96. 17, Ἐπιστ. π. Ρωμ. ς΄, 10, π. Ἑβρ. ζ΄, 27, κτλ. ΙΙ. παρευθύς, Ἐπιστ. Α΄, π. Κορ. ιε΄, 6.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 une fois pour toutes;
2 pour une fois NT.
Étymologie: ἐπί, ἅπαξ.

English (Strong)

from ἐπί and ἅπαξ; upon one occasion (only): (at) once (for all).

English (Thayer)

(Treg. in Heb. ἐφ' ἅπαξ; cf. Lipsius, gram. Unters., p. 127), adverb (from ἐπί and ἅπαξ (cf. Winer s Grammar, 422 (393); Buttmann, 321 (275))), once; at once i. e.
a. our all at once: once for all: Lucian, Dio Cassius, others.)

Greek Monolingual

ἐφάπαξ)
επίρρ. για μια φορά, μια και καλή, μια για πάντα («τοῡτο γὰρ ἐποίησεν [ο Ιησούς] ἐφάπαξ ἑαυτὸν ἀνενέγκας», ΚΔ)
νεοελλ.
1. (για χρηματικά ποσά) σε μία μόνο δόση, για μια φορά, κυρίως για χρηματική παροχή σε υπάλληλο που εξέρχεται από την υπηρεσία του («θα πάρει σύνταξη και επτακόσιες χιλιάδες εφάπαξ»)
2. (ως ουσ. με άρθρο) το εφάπαξ
το καθορισμένο από τον νόμο χρηματικό ποσό που παίρνει ύστερα από πολυετή υπηρεσία ο υπάλληλος που αποχωρεί λόγω ορίου ηλικίας ή για άλλη αιτία («με το εφάπαξ θα αγοράσω ένα αυτοκίνητο»)
αρχ.
αμέσως, συγχρόνως, την ίδια στιγμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἅπαξ.

Greek Monotonic

ἐφάπαξ: επίρρ.:
I. άπαξ μόνο, μια φορά μόνο, σε Καινή Διαθήκη κ.λπ.
II. αμέσως, παραχρήμα, την ίδια την στιγμή που γίνεται λόγος για κάτι, παρευθύς, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐφάπαξ: adv.
1) раз навсегда NT;
2) сразу, одновременно NT;
3) один раз, однажды NT.

Middle Liddell


I. once for all, NTest., etc.
II. at once, at the same time, NTest.

Chinese

原文音譯:™f£pax 誒弗-阿爬士

詞類次數:副詞(5)

原文字根:在上-一次

字義溯源:有一次,只有一次;由(ἐπί)*=在⋯上)與(ἅπαξ)*=一次)組成

出現次數:總共(5);羅(1);林前(1);來(3)

譯字彙編

1) 只一次(2) 來7:27; 來9:12;

2) 一次的(1) 來10:10;

3) 有一次(1) 林前15:6;

4) 只有一次(1) 羅6:10