δεκατόω
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
English (LSJ)
A take tithe of a person, τινά Ep.Hebr.7.6:—Pass., pay tithe, ib.9.
German (Pape)
[Seite 543] mit dem Zehend belegen, τινά N. T.
Greek (Liddell-Scott)
δεκατόω: ὡς τὸ δεκατεύω, λαμβάνω δέκατον παρά τινος, τινὰ Ἐπιστ. π. Ἑβρ. ζ΄, 6· ἐν τῷ παθ., πληρώνω δέκατον, αὐτόθι 9.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
percevoir la dîme ; Pass. payer la dîme.
Étymologie: δέκατος.
Spanish (DGE)
I 1percibir, cobrar el diezmo c. gen. δουλείας ἡμῶν LXX 2Es.20.38
•c. ac. de pers. (τὸν) Ἀβραάμ (Melquisedec) cobró diezmo a Abraham, Ep.Hebr.7.6, Cyr.Al.Luc.1.300.6.
2 fig., astrol. ser dominante (σκόπει) τὸ τετράγωνον καὶ τίνι δεκατοῖ Cat.Cod.Astr.8(1).251.6.
II en v. med.-pas. ser sometido a pagar el diezmo, pagar el diezmo, Ep.Hebr.7.9, Gr.Nyss.Eun.1.634.
English (Strong)
from δεκάτη; to tithe, i.e. to give or take a tenth: pay (receive) tithes.
English (Thayer)
δεκάτῳ: perfect δεδεκάτωκα; perfect passive δεδεκατωμαι; (δέκατος); to exact or receive the tenth part (for which Greek writers use δεκατεύω (Winer's Grammar, 24)): with the accusative of person from whom, Winer s Grammar, § 40,4a.; Lightfoot St. Clement, Appendix, p. 414); passive to pay tithes (Vulg. decimor): ἀποδεκατόω.)
Greek Monotonic
δεκατόω: μέλ. -ώσω, όπως το δεκατεύω, παίρνω, λαμβάνω το δέκατο μέρος από κάποιον, τινά, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., πληρώνω τη δεκάτη, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
δεκᾰτόω:
1) взимать десятину NT;
2) pass. платить десятину NT.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεκατόω [δέκατος] tienden heffen van, tienden laten betalen.
Middle Liddell
like δεκατεύω, to take tithe of a person, τινα NTest.: Pass. to pay tithe, NTest.
Chinese
原文音譯:dekatÒw 得卡拖哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:(第)十
字義溯源:納十分之一,取十分之一;源自(δέκατος)=十分之一);而 (δέκατος)出自(δέκατος)=第十), (δέκατος)出自(δέκα / δεκαέξ / δεκαοκτώ)*=十)
出現次數:總共(2);來(2)
譯字彙編:
1) 納了十分之一(1) 來7:9;
2) 取十分之一(1) 來7:6