παραύξησις

From LSJ
Revision as of 18:05, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραύξησις Medium diacritics: παραύξησις Low diacritics: παραύξησις Capitals: ΠΑΡΑΥΞΗΣΙΣ
Transliteration A: paraúxēsis Transliteration B: parauxēsis Transliteration C: parayksisis Beta Code: parau/chsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A waxing, ἡμερῶν καὶ νυκτῶν Gem.6.29 (pl.) ; opp. μείωσις, Id.18.4 ; τῆς σελήνης Dsc. 5.141 ; φωτός Porph. ap. Eus.PE3.11, cf. Jul.Or.4.147b.    2 progressive increase of parallel series, Vett. Val.295.6.    3 metrical lengthening, φωνῶν S.E.M.1.126(pl.).    4 singing of high notes, ἡ παραυξήσεως φιλοτεχνία Antyll. ap. Orib.6.10.7.    5 Rhet., amplification, exaggeration, Quint.Inst.9.2.106.

German (Pape)

[Seite 505] Vermehrung, Vergrößerung durch daneben- od. darangesetzte Stücke od. Theile, Clem. Al. u. a. Sp.; Ggstz von μείωσις, S. Emp. adv. log. 2, 58.

Greek (Liddell-Scott)

παραύξησις: ἡ, αὔξησις, τῆς σελήνης Διοσκ. 5. 159, κτλ.· κατὰ προσαύξησιν, διὰ προσθήκης, Κλήμ. Ἀλεξ. 457· - οὕτως ὁ Δινδ. ἀντὶ παραύξη παρὰ Φίλωνι 1. 359· - ἐν τῷ πληθ., αὐξήσεις, παραυξήσεις φωνῶν Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 126.

Greek Monolingual

-ἡσεως, ἡ, ΜΑ παραυξάνω
1. μεγέθυνση, αύξηση
2. (για τη Σελήνη) πλήρωση, γέμιση
3. αύξηση της εντάσεως
4. μαθημ. προοδευτική αύξηση παράλληλων σειρών
αρχ.
1. επαύξηση με προσθήκη τεμαχίων ή μερών
2. μετρική μήκυνση, έκταση
3. τραγούδημα σε ψηλούς τόνους
4. (ρητ.) η δείνωση, το να προσδίδει ο ρήτορας στόμφο στον λόγο.

Russian (Dvoretsky)

παραύξησις: εως ἡ возрастание, увеличение, усиление (π. ἢ μείωσις Sext.).