ἀπόνοια

From LSJ
Revision as of 14:19, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόνοια Medium diacritics: ἀπόνοια Low diacritics: απόνοια Capitals: ΑΠΟΝΟΙΑ
Transliteration A: apónoia Transliteration B: aponoia Transliteration C: aponoia Beta Code: a)po/noia

English (LSJ)

ἡ, (νοῦς]

   A loss of all sense,    1 of fear and hope, desperation, εἰς ἀ. καταστῆσαί τινα to make one desperate, Th.1.82,7.67, cf. Nicol.Com.1.43, Plb.2.35.2, D.H.6.23.    2 of right perception, madness, D.18.249, 25.32, Phld.Lib.p.110., PGiss.8.7.8 (ii A.D.), Alciphr.1.3: in pl., Plb.1.70.5.    3 rebellion, ἀ. καὶ στάσις Antig. ap.Heph.Astr.2.18.

German (Pape)

[Seite 317] ἡ, Verzweiflung, εἰς ἀπόνοιαν καταστῆσαί τινα, zur V. bringen, Thuc. 1, 82; Wahnsinn, Unsinn, bes. sittliche Verworfenheit, vgl. Theophr. Char. 6; Din. 1, 82; Ggstz λογισμὸς καὶ αἰδώς Detn. 25, 32; Pol. 1, 70: Luc. Nigr. 23. Auch verzweifelter Muth, Pol. 1, 82 u. öfter; wie Plut. Cic. 31, der Alc. 13 ἀναισχυντία καὶ ἀπ. der εὐτολμία καὶ ἀνδρεία entgegensetzt.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόνοια: ἡ, (νοῦς) ἔλλειψις πάσης αἰσθήσεως. 1) φόβου καὶ ἐλπίδος, ἀπόγνωσις, εἰς ἀπ. καταστῆσαί τινα Θουκ. 1. 82., 7. 67: ἀνταρσία, Σωζομ. 6. 37, 15, κ. ἀλλ. 2) ἔλλειψις πάσης ὀρθῆς ἀντιλήψεως, ἔκστασις φρενῶν, παραφροσύνη, Λατ. dementia, Δημ. 310. 9, 779. ἐν τέλ.: ― ἐν τῷ πληθ. Πολύβ. 1. 70, 5.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
absence de raison :
1 désespoir;
2 fol emportement;
3 folle témérité.
Étymologie: ἀπό, νόος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 desesperación ἐς ἀπόνοιαν καταστήσαντας αὐτούς Th.1.82, cf. 7.67, Nicol.Com.1.43, Thphr.Char.6.1, μὴ πρὸς ἀπόνοιαν τράπωνται D.H.6.23, del demonio εἰς ἀπόνοιαν ἐμπεσεῖν Chrys.Thdr.17.53
ἡ Ἀ. Desesperación n. dado a un decreto votado por los focenses, Plu.2.244d.
2 locura, insensatez D.18.249, 25.32, Hyp.Lyc.5, Phld.Lib.p.11, POxy.237.6.17 (II d.C.), PGiss.87.8 (II d.C.), PAmh.84.24 (II/III d.C.), PLips.119.14 (III d.C.), PTeb.424.4 (III d.C.).
3 temeridad, atrevimiento ἀ. καὶ τόλμα Plb.2.35.2, 33.10.6, τῶν πολεμίων Plb.1.82.1, τῶν πλεόντων Alciphr.1.3.2, de los herejes, Gr.Naz.Ep.125
arrogancia, insolencia τῶν ἐργαστηριαρχῶν IEphesos 215.16 (I/II d.C.), del pecado de los ángeles, Chrys.M.62.470 (bis), cf. 58.625B.
4 rebelión ἀ. καὶ στάσις Antig.Nic. en Heph.Astr.2.18.24.

Greek Monolingual

ἀπόνοια, η (Α) νους
1. απόγνωση, απελπισία
2. παράνοια, παραφροσύνη.

Greek Monotonic

ἀπόνοια: ἡ, έλλειψη κάθε συναίσθησης, λέγεται·
1. για φόβο, απελπισία, απόγνωση· εἰς ἀπόνοιαν καταστῆσαί τινα, οδηγώ κάποιον στην απόγνωση, σε Θουκ.
2. για την έλλειψη ορθής αντίληψης, παράνοια, παραφροσύνη, Λατ. dementia, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόνοια:
1) безрассудство, безумие Dem., Polyb., Plut., Luc.;
2) потеря самообладания, отчаянность Thuc., Polyb., Plut.

Middle Liddell

ἀπονοέομαι
loss of all sense,
1. of fear, desperation, εἰς ἀπ. καταστῆσαί τινα to make one desperate, Thuc.
2. of right perception, madness, Lat. dementia, Dem.