πανευδαίμων
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A quite happy, J.AJ8.1.1, Plu.2.1063d, Luc.Cont.14. 2 all-blessed, as honorary title, βασιλεία OGI722.2 (iv A. D.); πόλις (Constantinople) PMasp.32.93 (vi A. D.).
German (Pape)
[Seite 459] ον, ganz glücklich; Luc. Cont. 14 I. öfter, Plut. adv. Stoic. 1 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνευδαίμων: -ον, ὅλως εὐδαίμων, εὐδαιμονέστατος, Πλούτ. 2. 1063D, Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοποῦντ. 14.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
tout à fait heureux.
Étymologie: πᾶν, εὐδαίμων.
Greek Monolingual
-ον, ΝΑ
ευδαιμονέστατος, πολύ ευτυχισμένος, πανευτυχής
αρχ.
τιμητικός τίτλος άρχοντα, βασιλιά («πανευδαίμων βασιλεία», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + εὐδαίμων.
Greek Monotonic
πᾰνευδαίμων: -ον, πολύ ευτυχισμένος, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πανευδαίμων -ον, gen. -ονος [πᾶς, εὐδαίμων] geheel en al gelukkig.
Russian (Dvoretsky)
πᾰνευδαίμων: 2, gen. ονος в высшей степени счастливый Plut., Luc.