καταζεύγνυμι

From LSJ
Revision as of 17:15, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταζεύγνῡμι Medium diacritics: καταζεύγνυμι Low diacritics: καταζεύγνυμι Capitals: ΚΑΤΑΖΕΥΓΝΥΜΙ
Transliteration A: katazeúgnymi Transliteration B: katazeugnymi Transliteration C: katazeygnymi Beta Code: katazeu/gnumi

English (LSJ)

and καταζευγ-νύω,

   A yoke together, ἐν ἅρματα κ. σθένος ἵππιον Pi.P.2.11:—Pass., δύο πλοῖα κατεζευγμένα (v.l. Χελώνας -μένας) D.S.20.85: metaph., to be united, ταῖς πρῶτον οὕτω καταζευγνυμέναις πόλεσιν Pl.Lg.753e; of marriage, Ael.VH4.1.    2 in Pass., to be straitened, confined, ὑπ' ἀναγκαίης κατέζευχθε Hdt.8.22; ἐν τυμβήρει θαλάμῳ κατεζεύχθη S.Ant.947.    3 Pass., of a right angle, to be made acute, κἂν μικρῷ τινι μᾶλλον κατεζευγμένη ᾖ ἡ εὐθεῖα γωνία Asp.in EN19.32.    II intr., fix one's quarters, halt, encamp, ταῖς δυνάμεσι Plb.3.95.3, cf. Plu.Sull.25, etc.

German (Pape)

[Seite 1348] (s. ζεύγνυμι), auch καταζευγνύω, – 1) anspannen, anschirren; ὅταν ἐν ἅρματι καταζευγνύῃ σθένος ἵππιον Pind. P. 2, 11; binden, zusammenschnüren, einsperren, ἐν τυμβήρει θαλάμῳ κατεζεύχθη, von der Danae, Soph. Ant. 938; ὑπ' ἀναγκαίης κατεζεύχθη μείζονος ἢ ὥστε ἀφίστασθαι Her. 8, 23. – Uebh. verbinden, ταῖς οὕτω καταζευγνυμέναις πόλεσι Plat. Legg. XI, 753 e; δύο πλοῖα κατεζευγμένα D. Sic. 20, 86. – 2) abspannen, ausruhen; von einem Heere = sich lagern, ein Lager beziehen; Pol. 18, 3, 5; πρὸς τὸν ποταμόν u. παρὰ τὸν ποταμόν, 3, 95, 3. 8, 15, 2; Plut. Sull. 2. Auch von Ansiedlern, sich niederlassen, ἐν τῇ πόλει Pol. 5, 80, 2.

Greek (Liddell-Scott)

καταζεύγνῡμι: καὶ -ύω: μέλλ. -ζεύξω:― ζευγνύω ὁμοῦ, ἐν ἅρματι κ. σθένος ἵππειον Πινδ. Π. 2. 21.― Παθ., δύο πλοῖα κατεζευγμένα Διόδ. 20. 85· μεταφ., εἶμαι ἡνωμένος, ταῖς πρῶτον οὕτω καταζευγνυμέναις πόλεσιν Πλάτ. Νόμ. 753Ε· ἐπὶ γάμου, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 4. 1. 2) ἐν τῷ Παθ. ὡσαύτως, περιορίζομαι, δεσμεύομαι, ὑπ’ ἀνάγκης Ἡρόδ. 8. 22· ἐν τυμβήρει θαλάμῳ κατεζεύχθη Σοφ. Ἀντ. 946· δουλείᾳ Κλήμ. Ἀλ. 4. ΙΙ. ἀμετάβ., καταλύω, στρατοπεδεύω, ἀντίθετον τῷ ἀναζεύγνυμι, Πολύβ. 3. 95, 3, κτλ.

French (Bailly abrégé)

atteler ensemble, accoupler ; Pass. fig. κ. ὑπ’ ἀναγκαίης HDT être lié ou contraint par la nécessité ; être enfermé.
Étymologie: κατά, ζεύγνυμι.

English (Slater)

καταζεύγνυμι
   1 yoke ξεστὸν ὅταν δίφρον ἔν θ' ἅρματα πεισιχάλινα καταζευγνᾰῃ σθένος ἵππιον (P. 2.11)

Greek Monolingual

καταζεύγνυμι και καταζευγνύω (Α)
1. ζευγνύω μαζί
2. στρατοπεδεύω
3. παθ. καταζεύγνυμαι
α) (για ορθή γωνία) γίνομαι οξεία
β) περιορίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ζεύγνυμι «ζεύω»].

Greek Monotonic

καταζεύγνῡμι: και -ύω, μέλ. -ζεύξω· ζεύω, ζευγαρώνω μαζί, ζεύω, σε Πίνδ. — Παθ., ενώνομαι, σε Πλάτ.
2. Παθ. επίσης, δεσμεύομαι, περιορίζομαι, φυλακίζομαι, σε Ηρόδ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

καταζεύγνῡμι: и (только praes.) κατα-ζευγνύω
1) запрягать, впрягать (ἐν ἅρματι σθένος ἵππιον Pind.);
2) связывать, сковывать (ὑπ᾽ ἀναγκαίης καταζευχθῆναι Her.);
3) связывать вместе, соединять (τὰς πόλεις Plat.; δύο πλοῖα Diod.): γάμῳ καταζεῦξαι Plut. сочетать браком;
4) заключать, запирать: ἐν τυμβήρει θαλάμῳ κατεζεύχθη Soph. (Даная) была заключена в подземный склеп;
5) распрягать обозы, т. е. делать привал, располагаться лагерем (πρὸς или παρὰ τὸν ποταμόν Plut.);
6) оседать, селиться (ἐν τῇ πόλει Polyb.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-ζεύγνυμι en κατα-ζευγνύω met acc. (samen) onder het juk brengen, inspannen, van trekdieren; overdr.: ταῖς πρῶτον οὕτω καταζευγνυμέναις πόλεσιν in de staten die zo voor de eerste keer verbonden worden Plat. Lg. 753e. ongunstig opsluiten:. ἐν τυμβήρει θαλάμῳ κατεζεύχθη zij werd opgesloten in een grafkamer Soph. Ant. 947; ὑπ ’ ἀναγκαίης μέζονος κατέζευχθε jullie zitten vast door een te zware dwang Hdt. 8.22.2. intrans. zijn kamp opslaan.

Middle Liddell

and -ύω fut. -ζεύξω
1. to yoke together, yoke, Pind.:—Pass. to be united, Plat.
2. Pass., also, to be straitened, confined, imprisoned, Hdt., Soph.