κόθουρος
Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich
Greek (Liddell-Scott)
κόθουρος: -ον, ἐπὶ τῶν κηφήνων, κολοβός, ἄνευ οὐρᾶς, δηλ. μὴ ἔχων κέντρον Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμέρ. 302· ― περὶ τοῦ κοθοῦρις ἴδε ἐν λέξ. κόλουρος. (Ὁ Ἡσύχ. ἔχει κοθώ, οῦς, ἡ, = βλάβη, ὥστε ἡ λέξις φαίνεται σύνθετος ἐκ τῶν κοθώ, οὐρά.)
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à queue écourtée (ép. du faux bourdon).
Étymologie: κοθώ, cf. κορθώ, skr. krdhú- « écourté », et οὐρά.
Par. κόλουρος.
Greek Monolingual
κόθουρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει κομμένη ουρά, κολοβός
2. (για τους κηφήνες) αυτός που δεν έχει κεντρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη < κοθώ + -ουρος (< οὐρά) κατά το κόλ-ουρος. Το α' συνθετικό κοθώ είναι γλώσσα του Ησυχίου, ερμηνεύεται ως βλάβη και είναι άγνωστης ετυμολ. Κατ' άλλη άποψη, κόθ-ουρος < κόρθ-ουρος με α' συνθετικό τη γλώσσα του Ησυχίου κορθώ
βλάβη. Στην περίπτωση αυτή, το κοθώ θα θεωρηθεί υποχωρητ. σχηματισμένο από το κόθ- του κόθ-ουρος κατά το κοθρώ. Το τελευταίο πιθ. να συνδέεται με το αρχ. ινδ. krdhu- «κολοβός, ακρωτηριασμένος» ή με το κορθύω «ανυψώνω»].
Greek Monotonic
κόθουρος: -ον, λέγεται για τους κηφήνες, κολοβός, δηλ. χωρίς κεντρί, σε Ηρόδ. (Πιθ. από το κοθώ, -οῦς, ἡ, αρχαία λέξη αντί για βλάβη και το οὐρά, η ουρά).
Russian (Dvoretsky)
κόθουρος: [*κοθώ «ущерб»] досл. короткохвостый, куцый, перен. лишенный жала (κηφῆνες Hes.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κόθουρος -ον zonder angel (van een hommel).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: adjunct of κηφήν or the drone, without sting (Hes. Op. 304); κόθουριν (cod. -οῦ-) ἀλώπεκα H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Like κόλουρος, f. -ρις with cut (short) tail (of the fox etc.) from κόλος and οὑρά, thus without doubt κόθουρος to κοθώ βλάβη H., which is further unclear. In H. also κορθώ βλάβη; so κόθουρος for *κορθ-ουρος and κοθώ derived from κόθουρος? - With κορθώ cf. Skt. kr̥dhú- shortened, mutilated, invalid (but this would have given *κραθ-υ- in Greek). - Fur. 198 connects κοντός, κονδός, with similar meaning, s.v.
See also: s. κυρσάνιος.
Middle Liddell
κόθ-ουρος, ον
of drones, dock-tailed, i. e. without a sting, Hes. [Prob. from κοθώ an old word for βλάβη, and οὐρά tail.]
Frisk Etymology German
κόθουρος: {kóthouros}
Meaning: Beiwort des κηφήν od. der Drohne, ohne Stachel (Hes. Op. 304); κόθουριν (cod. -οῦ-)· ἀλώπεκα H.
Etymology : Wie κόλουρος, f. -ρις stumpfschwänzig (vom Fuchs usw.) aus κόλος und οὐρά, ebenso ohne Zweifel κόθουρος zu κοθώ· βλάβη H., das seinerseits indessen dunkel ist. Bei H. auch κορθώ· βλάβη; κόθουρος somit für *κορθουρος und κοθώ aus κόθουρος losgelöst? — Zu κορθώ vgl. aind. kr̥dhú- verkürzt, verstümmelt, mangelhaft u. a.; s. κυρσάνιος.
Page 1,891