βλεφαρίς

From LSJ
Revision as of 14:52, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλεφᾰρίς Medium diacritics: βλεφαρίς Low diacritics: βλεφαρίς Capitals: ΒΛΕΦΑΡΙΣ
Transliteration A: blepharís Transliteration B: blepharis Transliteration C: vlefaris Beta Code: blefari/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,    A eyelash, Ar.Ec. 402: mostly in pl., Id.Eq.373, X.Mem.1.4.6, Arist.PA658a11.    II = βλέφαρον, eyelid, Id.HA504a29.

German (Pape)

[Seite 449] ίδος, ἡ, Augenwimper, Ar. Equ. 373 Eccl. 402 Xen. Mem. 1, 4, 6 Arist. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βλεφᾰρίς: -ίδος, ἡ θρὶξ τοῦ βλεφάρου, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 402· τὸ πλείστον πληθ. = τρίχες τῶν βλεφάρων, Λατ. cilia, ὁ αὐτ. Ἱππ. 373, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4. 6, Ἀριστ. Ζῴ. Μορ. 2.14,1, κτλ. ΙΙ. = βλέφαρον, ὁ αὐτ. Ἱ. Ζ.2.12,7.,3.11,7. κ. ἀλλ. [ὁ Δράκων σ. 45 λέγει ὅτι σχηματίζει τὴν γεν. εἰς -ῖδος παρ᾿ Ἴωσιν· ἀλλ᾿ οὐδὲν τοιοῦτο παράδειγμα εἶναι γνωστόν].

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
v. βλέφαρον.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
I 1pestaña βλεφαρίδ' οὐκ ἐσώσατο Ar.Ec.402
frec. plu. pestañas Ar.Eq.373, X.Mem.1.4.6, Arist.PA 658a11, Plu.2.659c, Gal.12.434, 450.
2 párpado βλεφαρίδων καμπυλότης Hp.Coac.214, μύουσι γὰρ τῇ κάτω βλεφαρίδι πάντες Arist.HA 504a29.
II agr. bollón, yema que echa una planta κρυμὸς γέγονε ... καὶ τὰς βλεφαρίδας τῶν ἀμπέλων ... ἀνέκοψεν Gr.Naz.Ep.57.1.

Greek Monolingual

η
βλ. βλεφαρίδα.

Greek Monotonic

βλεφᾰρίς: -ίδος, ἡ, βλεφαρίδα, τσίνορο, στον πληθ. βλεφαρίδες, Λατ. cilia, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

βλεφᾰρίς: ίδος ἡ1) преимущ. pl. ресница Arph., Xen., Arst., Plut.;
2) веко Arst.

Middle Liddell


an eyelash, in pl. eyelashes, Lat. cilia, Ar., Xen., etc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βλεφαρίς -ίδος, ἡ βλέφαρον meestal plur., oogwimper.