εὐαρμοστία

From LSJ
Revision as of 20:20, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐαρμοστία Medium diacritics: εὐαρμοστία Low diacritics: ευαρμοστία Capitals: ΕΥΑΡΜΟΣΤΙΑ
Transliteration A: euarmostía Transliteration B: euarmostia Transliteration C: evarmostia Beta Code: eu)armosti/a

English (LSJ)

ἡ,    A happy adaptation, suitableness, μὴ μόνοις τοῖς λεγομένοις, ἀλλὰ καὶ ταῖς τούτων εὐ. συμπείθειν Isoc.15.189; εὐ. ψυχῆς πρὸς τὰς ἡδονάς Pl.Def.411e, cf. Ph.2.79, etc.    II of men's dispositions and tempers (with metaphor from music), Pl.R.400d, Prt. 326b, etc.; εὐ. τρόπων D.61.19; εὐ. πρὸς ἔντευξιν Pl.Pomp.1; of political concord, κοινὸν ἀγαθὸν εὐ. τις Ecphant. ap. Stob.4.7.64.

German (Pape)

[Seite 1057] ἡ, gute Verbindung, das Uebereinstimmen, die Angemessenheit, καὶ εὐσχημοσύνη Plat. Rep. III, 400 d; τρόπων Dem. 61, 19; μὴ μόνον τοῖς λεγομένοις, ἀλλὰ καὶ ταῖς τούτων εὐαρμοστίαις συμπείθειν τοὺς ἀκούοντας, nicht bloß durch den Inhalt, sondern durch den angemessenen Vortrag u. die dazu gehörigen Aeußerlichkeiten überreden, Isocr. 15, 189; Sp, z. B. Plut. Pomp. 1, εὐαρμ. πρὸς ἔντευξιν, Freundlichkeit.

Greek (Liddell-Scott)

εὐαρμοστία: ἡ, ἡ καλὴ ἁρμογή, μὴ μόνον τοῖς λεγομένοις, αλλὰ καὶ ταῖς τούτων εὐαρμοστίαις συμπείθειν Ἰσοκρ. π. Ἀντίδ. § 203· εὐ. τῆς ψυχῆς πρὸς τὰς ἡδονὰς Def. Πλάτ. 411Ε. ΙΙ. ἐπὶ διαθέσεων καὶ τρόπων τῶν ἀνθρώπων, καταλληλότης, Πλάτ. Πολ. 400D, Πρωτ. 326Β· εὐαρ. τρόπων Δημ. 1407. 5· εὐαρ. πρὸς ἔντευξιν Πλουτ. Συγκρ. 1.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
heureux accord, juste proportion, harmonie : εὐαρμοστία πρὸς ἔντευξιν PLUT abord affable.
Étymologie: εὐάρμοστος.

Greek Monolingual

εὐαρμοστία, ἡ (ΑΜ) ευάρμοστος
η καλή αρμογή, σύνδεση, συναρμογή, ο καλός δεσμός, σύνδεσμος
μσν.
η καλή σωματική διάπλαση, η χάρη
αρχ.
1. (για διαθέσεις ή τρόπους τών ανθρώπων) α) αρμοδιότητα, καταλληλότητα
β) φρ. «εὐαρμοστία πρὸς ἔντευξιν» — φιλοφροσύνη
3. (για πολιτική συμφωνία) σύμβαση.

Greek Monotonic

εὐαρμοστία: ἡ, επιτηδειότητα στους τρόπους και στις διαθέσεις, σε Πλάτ., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

εὐαρμοστία: ἡ соразмерность, слаженность, гармоничность, уравновешенность (ψυχῆς πρὸς τὰς ἡδονὰς καὶ λύπας Plat.; pl. τῶν λεγομένων Isocr.; εὐ. καὶ ἀνάμιξις πάντων Plut.): εὐ. πρὸς ἔντευξιν Plut. приветливое обхождение.

Middle Liddell

εὐαρμοστία, ἡ,
easiness of temper, Plat., Dem.