τύρβα
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
Adv., (τύρβη) A pell-mell, in confusion, [ὗς] τρέπουσα τύρβ' ἄνω κάτω A.Fr.311.3; also σύρβα, Hsch., cf. συρβάβυττα.
German (Pape)
[Seite 1164] adv., durch einander, verwirrt, drunter und drüber; Aesch. frg. 321, τρέπουσα τύρβ' ἄνω κάτω; auch σύρβα.
Greek (Liddell-Scott)
τύρβᾰ: Ἐπίρρ., (τύρβη) pêle-mêle, συγκεχυμένως, ἀναμίξ, ὗς... τρέπουσα τύρβ’ ἄνω κάτω Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 321. 8· ὡσαύτως σύρβα, Ἡσύχ., ὅστις ἑρμηνεύει τὴν λέξιν «μετὰ θορύβου», πρβλ. Φώτ. ἐν λέξ. συρβηνεύς.
Greek Monolingual
και σύρβα Α
επίρρ.
1. ανάμικτα, ανάκατα, συγκεχυμένα
2. (κατά τον Ησύχ.) «μετὰ θορύβου».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύρβη / σύρβη «σύγχυση» + επιρρμ. κατάλ. -α (πρβλ. σάφα)].
Russian (Dvoretsky)
τύρβᾰ: adv. беспорядочно, вперемешку Aesch.