τυφόω
Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht
English (LSJ)
(τῦφος) A delude, rare in Act., ἐτύφωσ' ἐκ δ' ἔλετο φρένας Alc. 68 (cj. Porson), cf. Plu.2.59a; τ. τινὰ εἰς ἐλπίδα μειζόνων πραγμάτων Hdn.6.5.10:—but mostly in pf. Pass. τετύφωμαι (aor. Pass. τυφωθείς S.E.P.3.193), to be crazy, demented, ὦ τετυφωμένε σύ Pl.Hp.Ma.290a; ληρεῖν καὶ τετυφῶσθαι D.9.20; οὐ δὴ ποιήσω τοῦτο· οὐχ οὕτω τετύφωμαι Id.18.11, cf. 24.158, Plb.3.81.1, Cic.Att.12.25.2, 1 Ep.Ti.6.4, al.; ἴσως ἔγωγε τετύφωμαι ταῦτα λέγων καὶ τὰ μὴ δεινὰ ἀξιῶ δεδιέναι D.H.6.52; ὁ οἶνος τετυφωμένους ποιεῖ Arist.Pr.873a23, cf. Phld.Mus.p.54 K.; γόητες καὶ σοφισταὶ καὶ τετυφωμένοι καὶ φαρμακεῖς Jul.Or.6.197d; ἀνόητος καὶ τετυφωμένος Luc.Nigr.1, cf. Icar.7, Arr.Epict.4.1.150: c. dat. modi, τετυφωμένος τοσαύταις εὐτυχίαις demented, rendered vain, Str.15.1.5; ἐπὶ πλούτοις τε καὶ ἀρχαῖς filled with insane arrogance, Luc.Nec.12: Harp. expl. τετύφωμαι by ἐμβεβρόντημαι. II τυφῶσαι· πνῖξαι, ἀπολέσαι, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1166] 1) Rauch, Dampf machen, räuchern, umnebeln. – 2) übertr., Dünkel, Einbildung erregen, hoffärthig, stolz machen, τετυφωμένος, im Ggstz von μέτριος, Luc. Nigr. 1; dah. auch = das Gemüth durch Dünkel od. Stolz benebeln, bethören, verblenden, τυφοῦν τινα εἰς ἐλπίδα μειζόνων πραγμάτων, Hdn. 6, 5, 24; – übh. dumm, stumpfsinnig machen, u. pass. betäubt, verdutzt werden, sein, bes. perf. τετυφῶσθαι, Dem. 24, 158 u. öfter; τετυφωμένος, ein Thor, Narr, nach Harpocr. von der plötzlich betäubenden u. der Sinne beraubenden Wirkung des τυφώς (w. m. s.); ὦ τετυφωμένε, Plat. Hipp. mai. 290 a; ἀγνοεῖ καὶ τετύφωται, Pol. 3, 81, 1.
Greek (Liddell-Scott)
τῡφόω: (τῦφος) περιβάλλω διὰ καπνοῦ, πληρῶ καπνοῦ· ἀλλ’ ἐν χρήσει μόνον μεταφ., πληρῶ τὴν κεφαλήν τινος τύφου, ἀλαζονείας, ἐπισκοτίζω τὴν διάνοιάν τινος, ἀλαζονείαν καὶ τῦφον ἐμποιῶ (πρβλ. τῦφος). Πλούτ. 2. 59Α· τ. τινα εἰς ἐλπίδα μειζόνων πραγμάτων Ἡρῳδιαν. 6. 5· - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πρκμ. τετύφωμαι, εἶμαι πλήρης τύφου καὶ ἀλαζονείας, εἶμαι ἐκτὸς ἐμαυτοῦ δι’ ὑπερηφανίαν, εἶμαι παράφρων (πρβλ. τυφώδης), ὦ τετυφωμένε Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 290Α· ληρεῖν καὶ τετυφῶσθαι Δημ. 116. 6 οὐ δὴ ποιήσω τοῦτο· οὐχ οὕτω τετύφωμαι ὁ αὐτ. 229. 1, πρβλ. 719. 16· ἐπὶ τῶν ἀποτελεσμάτων τοῦ οἴνου, Ἀριστ. Προβλ. 3. 16· μετὰ δοτικ. τρόπου ἢ ὀργάνου, τετυφωμένος τοσαύταις εὐτυχίαις Στράβ. 686· ἐπὶ πλούτοις τε καὶ ἀρχαῖς Λουκ. Νεκυομ. 12. (Ὁ Ἁρποκρ. ἑρμηνεύει τὸ τετύφωμαι διὰ τοῦ ἐμβεβρόντημαι, ὡς εἰ ἡ μανία ἣν σημαίνει τὸ ῥῆμα εἶναι ἀποτέλεσμα τυφῶνος ἤτοι θυέλλης μετὰ βροντῶν).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
remplir de fumée, particul. aveugler des fumées de l’orgueil, rendre fou ; Pass. (pf. τετυφῶσθαι) être aveuglé, affolé : οὐχ οὕτω τετύφωμαι DÉM je ne suis pas si fou.
Étymologie: τῦφος.
English (Strong)
from a derivative of τύφω; to envelop with smoke, i.e. (figuratively) to inflate with self-conceit: high-minded, be lifted up with pride, be proud.
English (Thayer)
τύφω: passive, perfect τετυφωμαι; 1st aorist participle τυφωθείς; (τῦφος, smoke; pride); properly, to raise a smoke, to wrap in a mist; used only metaphorically:
1. to make proud, puff up with pride, render insolent; passive, to be puffed up with haughtiness or pride, Strabo, Josephus, (Diogenes Laërtius, others).
2. to blind with pride or conceit, to render foolish or stupid: beclouded, besotted, Demosthenes, Aristotle, Polybius, Plutarch, others).
Greek Monotonic
τῡφόω: μέλ. τυφώσω, (τῦφος), περιβάλλω με καπνό· μεταφ., στον Παθ. παρακ. τετύφωμαι, βρίσκομαι εκτός εαυτού εξαιτίας της αλαζονείας, είμαι παράφρονας, έχω «βγει» έξω από τα λογικά μου, σε Πλάτ., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
τῡφόω:
1) досл. окутывать дымом, перен. наполнять чванством (τινα Plut.): χαίρων καὶ τετυφωμένος Plut. ликующий и гордый; τετυφωμένη ἀπόκρισις Plut. надменный ответ;
2) помрачать, сводить с ума (ὁ οἶνος τετυφωμένους ποιεῖ Arst.): ληρεῖν καὶ τετυφῶσθαι Dem. дурачиться и сумасбродствовать; οὐκ οὕτω τετύφωμαι Dem. я не настолько безумен.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τυφόω [τῦφος] pass. perf. verdwaasd zijn; ptc. dwaas:; ἀντὶ δὲ ἀνοήτου τε καὶ τετυφωμένου in plaats van dom en dwaas Luc. 8.1; verwaand zijn:. τετύφωται μηδὲν ἐπιστάμενος hij is verwaand hoewel hij geen enkele kennis bezir NT 1 Tim. 6.4; ἐπὶ πλούτοις τε καὶ ἀρχαῖς τετυφωμένος verwaand om hun rijkdom en macht Luc. 38.12.
Middle Liddell
τῡφόω, fut. -ώσω τῦφος
to wrap in smoke; metaph. in perf. pass. τετύφωμαι, to be in the clouds, to be crazed, demented, Plat., Dem.