ἀνάχρωσις
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
English (LSJ)
εως, ἡ, A discolouring; taint, infection, Plu.2.53c.
German (Pape)
[Seite 215] ἡ, das Anfärben, Ansteckung, Plut. Discr. ad. et am. 20.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάχρωσις: -εως, ἡ, μόλυσμα, Πλούτ. 2. 53C.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
infection par contagion.
Étymologie: ἀναχρώννυμι.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
mácula οἷον ὀφθαλμίας ἀπορροὴ καὶ ἀνάχρωσις Plu.2.53c.
Greek Monolingual
ἀνάχρωσις, η (Α)
μόλυνση, μόλυσμα.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάχρωσις: εως ἡ загрязнение, заражение (ὀφθαλμίας ἀπορροὴ καὶ ἀ. Plut.).