θεν
Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht
English (LSJ)
old termin. of the gen., as in ἐμέθεν, Διόθεν, etc.: freq. with Ablatival sense, denoting A motion from a place, as in Λεσβόθεν, Ἀβυδόθεν, ἄλλοθεν, οἴκοθεν, etc.: so with Preps., ἀπὸ Τροίηθεν Od.9.38; ἐξ οὐρανόθεν Il.8.19, cf. A.D.Adv.184.12 sq.: most of the forms in -οθεν were parox., exc. οἴκοθεν, ἄλλοθεν, πάντοθεν (sts. παντόθεν) , ἔκτοθεν, ἔνδοθεν, ib.191.27 sq. (other exceptions in Hdn.Gr.1.500).
German (Pape)
[Seite 1195] Suffixum, an Nomina gehängt, die Bewegung von einem Orte her, weg bezeichnend, οἴκοθεν, οὐρανόθεν, vom Hause, vom Himmel her, vgl. πόθεν; seltener von Personen, Διόθεν, θεόθεν, von Zeus, von den Göttern. Bei den Dichtern tritt auch noch ἐκ u. ἀπό dazu, z. B. ἐξ οὐρανόθεν, Il. 8, 19, ἀπὸ Τροίηθεν, Od. 9, 38. – In einigen Wörtern steht dafür auch θε, ἔντοσθε, ὄπισθε, πάροιθε.
Greek (Liddell-Scott)
θεν: ἀρχαία κατάληξις τῆς γενικῆς, οἷον ἐμέθεν, σέθεν, Διόθεν, θεόθεν, κτλ.· οὕτω καὶ ἔν τισιν ὀνόμασιν ἡγουμένης προθέσεως, ἀπὸ Τροιήθεν Ὀδ. Ι. 38· ἐξ οὐρανόθεν Ἰλ. Θ. 19. ΙΙ. ἀχώριστον μόριον προστιθέμενον εἰς οὐσιαστ. ἢ ἐπίθετα καὶ δεικνύον ὡς ἡ πρόθεσις ἐκ τὴν ἀπὸ τόπου κίνησιν. κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ -δε. ὡς ἄλλοθεν, οἴκοθεν, κτλ., ἐξ ἄλλου μέρους, ἐκ τοῦ οἴκου. Ἔν τισι λέξεσι τὰ φωνήεντα μηκύνονται πρὸ τοῦ -θεν, ὡς ἀμφοτέρωθεν, ἑτέρωθεν. Ἀλλαχοῦ, ὡς ἔνερθε, ἔκτοσθε, ἔντοσθε, ὄπισθε, πάροιθε, οἱ ποιηταὶ παρέλειπον τὸ ν χάριν τοῦ μέτρου· ἀλλ’ ἐκτὸς τῶν Ὁμηρικῶν τούτων τύπων ἡ ἄδεια αὕτη ἦτο σπανία ἔτι καὶ παρὰ μεταγενεστέροις.
English (Autenrieth)
a suffix forming an ablatival genitive; of place, Τροίηθεν, οἴκοθεν, ἄλλοθεν, ‘from Troy,’ ‘from home,’ ‘from elsewhere,’ and with prepositions, ἀπὸ Τροίηθεν, Od. 9.38; ἐξ ἁλόθεν, Il. 21.335; less often of persons, Διόθεν, θεόθεν, ‘from Zeus,’ ‘from a god.’
Greek Monotonic
θεν:I. αρχ. κατάληξη της γεν., όπως στο ἐμέθεν, σέθεν, Διόθεν, θεόθεν· μερικές φορές μετά από πρόθ., ἀπὸ Τροίηθεν, σε Ομήρ. Οδ.· ἐξ οὐρανόθεν, σε Ομήρ. Ιλ.
II. ως αχώριστο μόριο, που υποδηλώνει κίνηση από έναν τόπο, αντίθ. ως προς το -δε, όπως στο ἄλλοθεν, οἴκοθεν, από άλλο τόπο, από το σπίτι.