ογκώνω
κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)
Greek Monolingual
και ογκώ (ΑΜ ὀγκῶ, -όω) [όγκος (Ι)]
αυξάνω τον όγκο, εξογκώνω, διογκώνω, φουσκώνω, διαστέλλω (α. «το βαρημένον στήθος του ογκούται», Βαλαωρ.
β. «τὸ πνεῦμα τὰς φλέβας ὀγκοῑ», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. πρήζομαι από πολυφαγία («όγκωσα και δεν μπορώ να χωνέψω)
2. μτφ. αυξάνω την ένταση, ενδυναμώνω, εντείνω, επιτείνω («ογκούται συνεχώς η λαϊκή αγανάκτηση»)
μσν.-αρχ.
(μέσ.-παθ.) ὀγκοῦμαι, -όομαι
μτφ. α) γίνομαι ογκωδέστερος
β) υπερηφανεύομαι
γ) επαίρομαι, καυχώμαι, αλαζονεύομαι
αρχ.
1. υψώνω, ανεγείρω («ἠρίον ὀγκώσει τὸ μεμορμένον», Αλέξ.)
2. μτφ. α) τιμώ, μεγαλύνω
β) ανυψώνω, υπερεπαινώ κάποιον ή κάτι («τὸ δ' Ἄργος ὀγκῶν οἷά περ καὶ νῦν λέγεις», Ευρ.)
γ) κάνω το ύφος στομφώδες, πομπώδες
δ) εξυψώνω, σε αντιδιαστολή προς το ταπεινώνω («τοὺς μὲν ταπεινοῡντες, τοὺς δὲ ὀγκοῡντες», Πλουτ.)
3. φρ. «ὀγκῶ τὸ φρόνημα» — υπερηφανεύομαι (Αριστοφ.).