ραδιουργώ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
Greek Monolingual
ῥᾳδιουργῶ, -έω, ΝΜΑ ραδιουργός
ενεργώ με δόλιο και πανούργο τρόπο εναντίον κάποιου, φέρομαι ύπουλα και με πονηρία με σκοπό να βλάψω ή και να εξαπατήσω κάποιον, μηχανορραφώ, σκευωρώ
αρχ.
1. κάνω κάτι με ευκολία
2. ενεργώ με απερισκεψία, με επιπολαιότητα, με ανοησία («οἱ δ' ἀγνοούμενοι ῥᾳδιουργεῖν πως μᾶλλον δοκοῡσιν, ὥσπερ οἱ ἐν σκότει ὄντες», Ξεν.)
3. καταγράφω κάτι με κακόβουλη διάθεση («διαθήκη ἐραδιουργημένη», πάπ.)
4. (ιδίως για ιστορικούς συγγραφείς) αναφέρω ή εξιστορώ κάτι χωρίς έλεγχο, με προχειρότητα
5. ζω χωρίς ασχολίες ή φροντίδες, ζω ξέγνοιαστα, τεμπελιάζω
6. μεταχειρίζομαι κάποιον ή κάτι με περιφρόνηση, αμελώ ή παραμελώ κάποιον ή κάτι.