ἠχέτης

From LSJ
Revision as of 09:45, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "epith." to "epithet")

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠχέτης Medium diacritics: ἠχέτης Low diacritics: ηχέτης Capitals: ΗΧΕΤΗΣ
Transliteration A: ēchétēs Transliteration B: ēchetēs Transliteration C: ichetis Beta Code: h)xe/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, Ep. ἠχέτᾰ, Dor. ἀχέτας, ἀχέτᾰ, (ἠχέω) A clear-sounding, musical, shrill, δόναξ ἀχέτας A.Pr.575 (lyr.); κύκνος E.El.151 (lyr.); epithet of the cicada, chirping, ἠχέτα τέττιξ Hes.Op.582, AP 7.201 (Pamphil.); ἀχέτατ. ib.213 (Arch.): abs., ἀχέτας, , the chirper, i.e. the male cicada, Anan.5.6, Ar.Pax1159 (lyr.), Av.1095 (lyr.), cf. Arist.HA532b16,556a20: Orph.A.1250 has Ep.acc. ἠχέτα πορθμόν the sounding strait.

German (Pape)

[Seite 1180] ὁ, laut, hell tönend, nur in der Form ἀχέτας, s. oben.

Greek (Liddell-Scott)

ἠχέτης: -ου, ὁ, Ἐπ. ἠχέτᾰ, Δωρ. ἀχέτας, ἀχέτᾰ (ἠχέω)· - καθαρῶς ἠχῶν, εὔηχος, ὀξύφωνος, Λίνος, Πίνδ. Ἀποσπ. 103* ἐκδ. Donalds.· δόναξ ἀχέτας Αἰσχύλ. Πρ. 575· κύκνος Εὐρ. Ἠλ. 151· - ὡς ἐπίθ. τοῦ τέττιγος, τερετίζων, ἠχέτα τέττιξ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 580, Ἀνθ. Π. 7. 201· ἀχέτα τ. αὐτόθι 213· καὶ ἀπολ., ἀχέτας, ὁ, ὁ ᾄδων, δηλ. ὁ ἄρρην τέττιξ, Ἀνάν. 1, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1159. Ὄρν. 1095, πρβλ. Ἀριστ. Ι. Ζ. 4. 7, 13., 5. 30, 2· - ἐν Ὀρφ. Ἀργ. 1256 κεῖται ἑτερόκλ. αἰτιατ. ἠχέτα πορθμόν, ἠχοῦντα πορθμόν.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
sonore ; abs.ἀχέτας dor. « l’insecte sonore », la cigale.
Étymologie: ἠχέω.
Syn. ἀκανθίας, βάβαξ, λακέτας, τέττιξ.

Greek Monolingual

ἠχέτης και επικ. τ. ήχέτα και δωρ. τ. άχέτα, ό (Α)
1. αυτός που παράγει καθαρό ισχυρό ήχο, βουερός, ηχηρός
2. καλλίφωνος, οξύφωνος
3. ως επίθ. φρ. «ἠχέτα τέττιξ» — ο θορυβώδης τζίτζικας, που τερετίζει (Ησίοδ.)
4. (ως ουσ. κατά παράλ. του τέττιξ) ο αρσενικός τζίτζικας («ἡνίκ' ἄν ἀχέτας ᾄδη τὸν ἡδὺν νόμον», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρ. ηχώηχή) + κατάλ. -έτης (πρβλ. ευν-έτης, οφειλ-έτης)].

Greek Monotonic

ἠχέτης: -ου, ὁ, Επικ. ἠχέτᾰ, Δωρ. ἀχέτας, ἀχέτᾰ (ἠχέω), αυτός που ακούγεται καθαρά, εύηχος, οξύφωνος, σε Αισχύλ., Ευρ.· λέγεται για το τζιτζίκι, το οποίο τιτιβίζει, σε Ησίοδ., Ανθ.· και απόλ., ἀχέτας, , το αρσενικό τζιτζίκι, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἠχέτης: ου, дор. ἀχέτᾱς (ᾱχ) adj. m
1) громко поющий (Λίνος Pind.; κύκνος Eur.);
2) певучий, звонкий (δόναξ Aesch.).
дор. ἀχέτᾱς ὁ кузнечик Arph.

Middle Liddell

ἠχέτης, ου, ἠχέω
clear-sounding, musical, Aesch., Eur.:—of the grasshopper, chirping, Hes., Anth.; and ἀχέτας, ου, alone, the chirper, the grasshopper, Ar.