επισπώ
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
Greek Monolingual
ἐπισπῶ, ἐπισπάω (AM)
1. σέρνω προς το μέρος μου
2. παίρνω με το μέρος μου, κερδίζω («πέποιθα τοῦτ’ ἐπισπάσειν κλέος», Σοφ.)
αρχ.
1. σέρνω προς τα έξω, κλείνω («ἐπισπάσασα τὴν θύραν εἴχετο τοῦ ῥόπτρου», Ξεν.)
2. σφίγγω («ἐπισπασθέντος τοῦ βρόχου τέθνηκεν», Δημοσθ.)
3. (για γένι) αφήνω να μακρύνει
4. θέλγω, πείθω («καὶ οὔτω δὴ ἐπισπᾷ σφόδρα τὴν ψυχήν», Πλάτ.)
5. παρακινώ, προτρέπω («ἐπισπάσασθαι αὐτούς ἡγεῖτο προθυμήσεσθαι», Θουκ.)
6. πίνω, ρουφώ
7. (για βρέφη) θηλάζω
8. καλώ, προσκαλώ («ἐπισπασαμένων Πύρρον», Πολ.)
9. ανατρέπω
10. τραβώ τήν άκροβυστία προς τα κάτω για να φαίνεται οτι δεν έχω περιτομή
11. επιφέρω, προξενώ («τοσόνδε πλῆθος πημάτων ἐπέσπασεν», Αισχύλ.)
12. μέσ. ἐπισπῶμαι, -άομαι
α) προκαλώ («ἐπεσπάσατο... τὸ ἕτερον ἐπινόημα»)
β) απορροφώ, απομυζώ
13. παθ. α) καλούμαι για εργασία
β) (για τη θάλασσα) επιστρέφω («ἐξαπίνης πάλιν ἐπισπωμένης», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σπω «τραβώ, σύρω»].