μαγνήτης

From LSJ
Revision as of 14:41, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source

Greek Monolingual

ο (AM μαγνήτης)
1. μάζα που αποτελείται από ορυκτά οξείδια του σιδήρου και έχει την ιδιότητα της έλξης και άπωσης υλών από σίδηρο και διάφορα άλλα μέταλλα καθώς και μάζα από σίδηρο και άλλα παρεμφερή υλικά που απέκτησε τεχνητώς την ανωτέρω ιδιότητα
2. κάθε σώμα που έχει την ιδιότητα να έλκει τα μέταλλα
νεοελλ.
μτφ. καθετί που θέλγει, που γοητεύει, που σαγηνεύει («τα μάτια της ήταν μαγνήτες»)
μσν.
πυξίδα
μσν.-αρχ.
(ως επίθ) «μαγνήτης λίθος» — ο μαγνήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίθ. Μαγνῆτις (λίθος). Το επίθ. Μαγνῆτις < Μάγνης συνδέεται με την ονομ. της Μαγνησίας (πρβλ. μαγνησία)].
ΠΑΡ. αρχ. μαγνήτινος
νεοελλ.
μαγνητίζω, μαγνητικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. μαγνητογεννήτρια, μαγνητογράφος, μαγνητοηλεκτρικός, μαγνητοηλεκτρισμός, μαγνητοθεραπεία, μαγνητοθερμικός, μαγνητόμετρο, μαγνητο(ο)πτικός, μαγνητοπυρίτης, μαγνητοσκοπώ, μαγνητοστατικός, μαγνητοσυστολή, μαγνητοταινία, μαγνητόφωνο, μαγνητοχημεία. (Β' συνθετικό) νεοελλ. ηλεκτρομαγνήτης].