σύνοψις

From LSJ
Revision as of 10:45, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")

έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνοψις Medium diacritics: σύνοψις Low diacritics: σύνοψις Capitals: ΣΥΝΟΨΙΣ
Transliteration A: sýnopsis Transliteration B: synopsis Transliteration C: synopsis Beta Code: su/noyis

English (LSJ)

εως, ἡ, A a seeing all together, general view, whether with the eyes or mind, ἡ σ. τῶν νόμων Pl.Lg.858c; συνακτέον εἰς σ. one must bring under one view, Id.R.537c; ὑπὸ μίαν σ. ἀγαγεῖν Plb.1.4.1; εἰς σ. ἀγαγεῖν Gal.6.77; τόπος ἐπιτηδειότατος εἰς σ. Plb.6.27.1; ἐν σ. ἀλλήλων in sight of one another, Id.38.18.6; ἐς σ. ἐλθεῖν (sc. ἀλλήλων) D.S.24.1; πεσεῖν εἰς σ. λογισμοῦ D.H.Th.6. 2 epitome, Plu.2.1057c tit.; recapitulation, Herm.in Phdr.p.158A. 3 estimate, ἡ λεγομένη κατὰ σύνοψιν ἀπαίτησις the collection of taxes according to the estimate, OGI 669.55, cf. 58 (Egypt, i A.D.), Sammelb.5230.50 (i A.D.), PRyl.221.24 (iii A.D.); τὴν σ. τῶν δεομένων τόπων ζωγραφίας τοῦ . . βαλανίου POxy.896.6 (iv A.D.), cf. 1450.12 (iii A.D.); ὁ τὴν σ. εἰληφώς the official who accepted the tender, ib.1117.7 (ii A.D.); = aestimatum, opinio, taxatio, Gloss. 4 expense, ἄνευ δημοσίας σ. Sammelb.7475.14 (vi/vii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

σύνοψις: ἡ, ἡ διὰ μιᾶς πολλῶν πραγμάτων ἐπισκόπησις ἢ περιληπτικὴ ἐπισκόπησις εἴτε διὰ τῶν ὀφθαλμῶν γινομένη εἴτε διὰ τῆς διανοίας, ἡ σ. τῶν νόμων Πλάτ. Νόμ. 858C· συνακτέον εἰς σ., πρέπει τις συναγάγῃ ὑπὸ μίαν ἔποψιν, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 537C· ὑπὸ μίαν σ. ἀγαγεῖν Πολύβ. 1. 4, 1· τόπος ἐπιτηδειότατος εἰς σ. ὁ αὐτ. 6. 27, 1· ἐν σ. ἀλλήλων, εἰς ὄψιν ἀλλήλων, ὁ αὐτ. 40. 5, 6· ἐς σ. ἐλθεῖν (ἐξυπακ. ἀλλήλων) Διοδ. Ἐκλογ. 508. 28· πεσεῖν εἰς σ. λογισμοῦ Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 6. 2) πίναξ τῶν περιεχομένων, περίληψις, Πλούτ. 2. 1057D· κατὰ σύνοψιν παραγράφεσθαι Συλλ. Ἐπιγρ. 4957. 58. 3) συνοπτικὴ πραγματεία, ἐπιτομή, Εὐσ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 3. 35.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
vue d’ensemble, coup d’œil général.
Étymologie: συνόψομαι.

Greek Monotonic

σύνοψις: -εως, ἡ, γενική θεώρηση, επισκόπηση που γίνεται είτε με τα μάτια είτε με τη διάνοια, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

σύνοψις: εως ἡ
1) общий обзор, общая видимость: τόπος ἐπιτηδειότατος εἰς σύνοψιν Polyb. весьма удобный наблюдательный пункт;
2) общий взгляд, общее обозрение (τῶν νόμων Plat.): ὑπὸ μίαν σύνοψιν ἀγαγεῖν Polyb. свести в один очерк, составить сводку;
3) оглавление, перечень (τῶν ἀποτελεσμάτων Polyb.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύνοψις -εως, ἡ [συνοράω] overzicht.

Middle Liddell

σύν-οψις, εως,
a general view, Plat.

English (Woodhouse)

bird's eye view

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)