προκαθίστημι

From LSJ
Revision as of 19:35, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκαθίστημι Medium diacritics: προκαθίστημι Low diacritics: προκαθίστημι Capitals: ΠΡΟΚΑΘΙΣΤΗΜΙ
Transliteration A: prokathístēmi Transliteration B: prokathistēmi Transliteration C: prokathistimi Beta Code: prokaqi/sthmi

English (LSJ)

A appoint beforehand, ἄρχειν αὐτὸν τῶν σωματοφυλάκων… προκαταστήσας D.C.58.9. 2 Med., φύλακας προκαθιστάμενοι causing them to be posted in front, X.Hier.6.9. 3 Med., prepare or arrange before, προκαταστήσασθαι τὸν λόγον D.H.Rh.5.2: abs., establish before, προκαταστήσασθαι ὅτι… S.E.M.8.379, cf. Anon. Lond.38.55, Theo Sm.p.120 H. II Pass., with aor. 2 and pf. Act., intr., to be set before, φυλακῆς μὴ προκαθεστηκυίας no guard having been set, Th.2.2, cf. J. AJ15.8.4. 2 to be established before, S.E.M.11.41.

German (Pape)

[Seite 727] (s. ἵστημι), vorher niedersetzen, hinstellen, φύλακας πρὸ στρατοπέδου, Xen. Hier. 6, 9; med. u. intr. tempp. vorher niedergesetzt sein, dastehen φυλακῆς μὴ προκαθεστηκυίας, da vorher dort keine Besatzung eingesetzt war, Thuc. 2, 2; Sp.; – προκατεστησάμεθα, wir haben es früher behauptet, S. Emp. adv. log. 2, 379, vgl. adv. eth. 41.

Greek (Liddell-Scott)

προκαθίστημι: καθίστημι, τοποθετῶ τι ἐμπρός· οὕτως ἐν τῷ μέσ., φύλακας προκαθιστάμενοι, τοποθετοῦντες ἔμπροσθεν, Ξεν. Ἱέρ. 9. 2) παρασκευάζω ἢ τακτοποιῶ πρότερον, προκαταστήσασθαι τὸν λόγον Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 5. 2· ἀπολ., ὁρίζω πρότερον, προκαταστήσασθαι ὅτι... Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 379. ΙΙ. Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἀμεταβ., τοποθετοῦμαι πρότερον, φυλακῆς μὴ προκαθεστηκυίας Θουκ. 2. 2. 2) καθορίζομαι πρότερον Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 41.

French (Bailly abrégé)

f. προκαταστήσω, etc.
1 tr. placer devant (pour protéger);
2 intr. (à l’ao.2 προκατέστην et au pf. προκαθέστηκα) être établi auparavant (pour se défendre) acc..
Étymologie: πρό, καθίστημι.

Greek Monolingual

Α καθίστημι
1. τοποθετώ, διορίζω εκ τών προτέρων («ἄρχειν αὐτὸν τῶν σωματοφυλάκων... προκαταστήσας», Δίων Κάσα)
2. (μέσ. με ενεργ. σημ.) προκαθίσταμαι
α) παρασκευάζω, τακτοποιώ εκ τών προτέρων («οὕτω προκαταστησάμενον τὸν λόγον», Δίον. Αλ.)
β) ορίζω εκ τών προτέρων («ὅτι τῶν ἀδήλων ἐστὶν ἡ ἀπόδειξις προκατεστησάμεθα», Σέξτ. Εμπ.)
3. παθ. α) τοποθετούμαι, διορίζομαι εκ τών προτέρων
β) καθορίζομαι εκ τών προτέρων.

Greek Monotonic

προκαθίστημι: μέλ. -στήσω·
I. τοποθετώ κάτι εμπρός· ομοίως στη Μέσ., σε Ξεν.
II. Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ., φυλακῆς μὴ προκαθεστηκυίας, δεν έχουν τοποθετήσει φρουρά από πριν, σε Θουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-καθίστημι voorop opstellen; perf. intrans. voorop opgesteld staan:. φυλακῆς οὐ προκαθεστηκυίας omdat er geen wacht voor de stad stond Thuc. 2.2.3.

Russian (Dvoretsky)

προκαθίστημι:
1) заранее выставлять (φύλακας πρὸς στρατοπέδου Xen.; φυλακῆς μὴ προκαθεστηκυίας Thuc.);
2) ранее устанавливать: προκατεστησάμεθα Sext. это мы установили выше; ἐπὶ προκατασταθεῖσι τούτοις Sext. по установлении этого.

Middle Liddell

fut. -στήσω
I. to set before; so in Mid., Xen.
II. Pass., with aor2 and perf. act., φυλακῆς μὴ προκαθεστηκυίας no guard having been set beforehand, Thuc.