Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κακότεχνος

From LSJ
Revision as of 11:40, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκότεχνος Medium diacritics: κακότεχνος Low diacritics: κακότεχνος Capitals: ΚΑΚΟΤΕΧΝΟΣ
Transliteration A: kakótechnos Transliteration B: kakotechnos Transliteration C: kakotechnos Beta Code: kako/texnos

English (LSJ)

ον, (τέχνη) A using evil practices, artful, δόλος Il.15.14: especially in mal. part., lascivious, AP5. 128 (Autom.): Sup., ib.131 (Phld., v.l. κατατ-); of songs, Plu.2.706d. Adv. -νως with bad art, Ph.1.195.

German (Pape)

[Seite 1304] böse Künste anwendend, arglistig, boshaft; δόλος Il. 15, 14, vgl. κακοτεχνής; – von schlechter Kunst, σχήματα ὀρχηστρίδος Automed. 3 (V, 129), wie κακοτεχνότατον κίνημα Philodem. 21 (V, 132), von wollüstigen Tänzen; ᾠδαὶ κακ. καὶ κακόζηλοι Plut. Symp. 7, 5, 4; τέχναι S. Emp. adv. rhet. 36. – Adv. bei Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κακότεχνος: -ον, (τέχνη) κακῶς τετεχνασμένος, ἢ μάλα δὴ κακότεχνος.. σὸς δόλος Ἰλ. Ο. 14· ― ἐπὶ ἀσέμνων ὀρχήσεων, Ἀνθ. Π. 5. 129, 132· ἐπὶ ᾀσμάτων, Πλούτ. 2. 706D. ― Ἀττ. ἀνώμαλ. συγκρ. κακοτεχνέστερος, ὡς εἰ ἐκ τοῦ κακοτεχνής, Λουκ. π. Διαβολ. 10· ἀλλ’ Ὑπερθ. κακοτεχνότατος Ἀνθ. Π. 5. 132. ― Ἐπίρρ. -νως, = ἀτέχνως, Φίλων 1. 195.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 fourbe, artificieux;
2 qui procède d'un art malsain, corrupteur (chant, danse, etc.).
Étymologie: κακός, τέχνη.

English (Autenrieth)

(τέχνη): devised in evil; δόλος, Il. 15.14†.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κακότεχνος, -ον) κακώς κατασκευασμένος, κακοφτειαγμένος, κακής τέχνης, άτεχνος, άκομψος, ακαλαίσθητος («κακότεχνη εικόνα»)
νεοελλ.
(για πρόσ.) κακός τεχνίτης, ακαλαίσθητος τεχνίτης
μσν.
1. αυτός που γνωρίζει μαγικές τέχνες
2. (για βιβλίο) αυτό που περιέχει μαγικές τέχνες
3. δόλιος, πονηρός
αρχ.
(για άσεμνους χορούς ή άσματα) ασελγής, λάγνος.
επίρρ...
κακοτέχνως και κακότεχνα (AM κακοτέχνως) άκομψα, με άτεχνο τρόπο, με κακή τέχνη
μσν.
άσχημα, με μαγικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. μεγαλό-τεχνος, φιλό-τεχνος].

Greek Monotonic

κᾰκότεχνος: -ον (τέχνη), αυτός που χρησιμοποιεί δόλια τεχνάσματα, πονηρός, πανούργος, δόλιος, κατεργάρης, δόλος, σε Ομήρ. Ιλ.· ανώμ. συγκρ. -τεχνέστερος, όπως αν προερχόταν από το κακοτεχνής, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκότεχνος:
1) коварный, мошеннический, нечестный (δόλος Hom.);
2) распущенный, непристойный (τέχναι Sext.; ᾠδαί Plut.; κίνημα Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακότεχνος -ον [κακός, τέχνη] boosaardig.

Middle Liddell

κᾰκό-τεχνος, ον τέχνη
using bad arts or evil practices, artful, wily, δόλος Il.:—irreg. comp. -τεχνέστερος, as from κακοτεχνής, Luc.