πρεπόντως
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
English (LSJ)
Adv. part. of πρέπω, A fitly, meetly, A.Ag.687 (lyr.); gracefully, Pi.O.3.9, Th.4.126. 2 c. dat., in a manner befitting, suitably to, σαυτῷ τε καὶ τῇ πατρίδι π. Pl.Lg.699d, cf. 835b: c. gen., in a manner worthy of, π. τῶν πραξάντων Id.Mx.239c.
German (Pape)
[Seite 697] adv. part. praes. von πρέπω, auf geziemende od. schickliche Art; Pind. Ol. 3, 9; Aesch. Ag. 673; Eur. Rhes. 202; u. in Prosa: ὡς πρεπόντως τοῦ νεανίσκου εἰπόντος, Plat. Conv. 198 a, σαυτῷ καὶ τῇ πατρίδι πρεπόντως, Legg. III, 699 a, u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
πρεπόντως: ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ πρέπω, κατὰ πρέποντα τρόπον, προσηκόντως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 687· ὡς πρέπει, χαριέντως, ἐπιχαρίτως, Πινδ. Ο. 3. 16. 2) μετὰ δοτ., κατὰ τρόπον ἁρμόζοντα εἰς..., σαυτῇ καὶ τῇ πατρίδι πρ. Πλάτ. Νόμ. 699D, πρβλ. 835Β· μετὰ γεν., ὡς τὸ ἀξίως, πρ. τῶν πραξόντων ὁ αὐτ. ἐν Μενεξ. 239C.
French (Bailly abrégé)
adv.
décemment, convenablement.
Étymologie: πρέπων part. prés. de πρέπω.
English (Slater)
πρεπόντως fittingly συμμεῖξαι πρεπόντως (O. 3.9)
Greek Monolingual
Α
επίρρ. κατά πρέποντα, κατά αρμόζοντα τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρέπων, -οντος, μτχ. του πρέπω.
Greek Monotonic
πρεπόντως: επίρρ. μτχ. του πρέπον,
1. με κατάλληλο τρόπο, πειθήνια, προσηκόντως, κομψά, χαριτωμένα, σε Πίνδ., Αισχύλ.
2. με δοτ., με τρόπο που αρμόζει, κατάλληλα με, σε Πλάτ.· επίσης με γεν.· όπως ἀξίως, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
πρεπόντως: подобающим образом Pind., Aesch.: π. τινός и τινί Plat. как подобает кому-л., достойным кого-л. образом.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρεπόντως [πρέπω] adv., op passende wijze.
Middle Liddell
[adverb from part. of πρέπον
1. in fit manner, meetly, beseemingly, gracefully, Pind., Aesch.
2. c. dat. in a manner befitting, suitably to, Plat.; also c. gen., like ἀξίως, Plat.
English (Woodhouse)
appropriately, becomingly, befittingly, fitly, fittingly, properly, suitably