ὀπυίω

From LSJ
Revision as of 11:10, 5 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "l’" to "l'")

Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt

Menander, Monostichoi, 322
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπυίω Medium diacritics: ὀπυίω Low diacritics: οπυίω Capitals: ΟΠΥΙΩ
Transliteration A: opyíō Transliteration B: opuiō Transliteration C: opyio Beta Code: o)pui/w

English (LSJ)

Att. ὀπύω Arist.EN1148b32, Moer.p.278 P., also Cerc.17.41 (Hsch. gives ὀπυόλαι· γεγαμηκότες), used by Hom. only in pres., and in impf. with or without augm.: fut. ὀπύσω [ῡ] Ar.Ach.255.—Ep. Verb, used also in Cret. (v. infr.) and later Att. Prose: I Act., of the man, marry, take to wife (= τὸ κατὰ νόμον μίγνυσθαι, Hsch. s.v. βεινεῖν), τὴν Εὔμηλος ὄπυιε Od.4.798, cf. 2.207, Il.16.178; πρεσβυτάτην δ' ὤπυιε 13.429, cf. 18.383; τοῦ γὰρ ὀπυίεις παῖδα Hes.Sc.356; δῶκεν ὀπυίειν θυγατέρα ἥν Id.Th.819, cf. Pi.I.4(3).59, Ar.l.c.; αἰ δέ κα . . ὁ ἐπιβάλλων ἡβίονσαν λείονσαν ὀπυίεθθαι μὴ λῇ ὀπυίεν if . . the man whose right it is does not wish to marry her, though she is of marriageable age and willing to marry, Leg.Gort.7.42 : abs., πέντε δέ τοι φίλοι υἷες... οἱ δύ' ὀπυίοντες, τρεῖς δ' ἠΐθεοι θαλέθοντες two wedded. etc., Od.6.63. 2 Pass., of the woman, to be married, τόν ῥ' ἐξ Αἰσύμηθεν ὀπυιομένη τέκε μήτηρ Il.8.304, cf. Solon. ap. Plu.Sol. 20; αἰ κύσαιτο καὶ τέκοι ϝοικέα μὴ ὀπυιομένα Leg.Gort.4.19 : c. dat., αἰ δὲ τῷ αὐτῷ αὖτιν ὀπυίοιτο πρὸ τῶ ἐνιαυτῶ ib.4. II later, in Act., merely to have connection with a woman, Cerc. l.c., Luc.Eun. 12, Merc.Cond.41, etc.:—Pass., of the woman, οὐκ ὀπύουσιν ἀλλ' ὀπύονται [γυναῖκες] Arist. l.c., cf. AP10.56.7 (Pall.); ἔνθ' ἂν εὕρῃ τὸν ἄρρενα ὑπὸ τῆς θηλείας ὀπυιόμενον D.H.19.2. (ὀπύ (ς) yω, cf. ὀπυστύς and perhaps Skt. pusyati 'nourish', 'maintain'.)

German (Pape)

[Seite 364] att. ὀπύω, nach Moeris attisch für das hellenistische συγγίνεσθαι, ehelichen, zur Frau nehmen u. haben; πρεσβυτάτην δ' ὤπυιε θυγατρῶν, Il. 13, 429; τοὶ Χαοίτων μίαν δώσω ὀπυιέμεναι, καὶ σὴν κεκλῆσθαι ἄκοιτιν, 14, 268, öfter, immer von der rechtmäßigen Ehe; auch absolut, οἱ δύ' ὀπυίοντες, zwei verheirathet, Od. 6, 63; einmal bei Hom. auch pass., τὸν ὀπυιομένη τέκε μήτηρ, Il. 8, 304; Ἥβαν ὀπυίει, Pind. I. 3, 77; ὅστις σ' ὀπύσει, Ar. Ach. 243; Ap. Rh. 1, 46; Theocr. 22, 161; Pallad. 5 (X, 56); auch in späterer Prosa, ὅτι αἱ γυναῖκες οὐκ ὀπυίουσιν ἀλλ' ὀπυίονται, Arist. Eth. 7, 5; ὑπὸ τοῦ ἀνδρὸς ὀπυίεσθαι, Plut. Sol. 20; Luc. Gall. 16 u. öfter; s. Piers. zu Moeris p. 278, der wie Porson zu Od. 4, 798 die Form ὀπύω vorzieht.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπυίω: ἢ ὀπύω (ὅπερ ὁ Piers. εἰς Μοῖριν σ. 278, Πόρσ. εἰς Ὀδ. Δ. 798 θεωροῦσιν ὡς τὸν γνήσιον τύπον, ὁ δὲ Ἡσύχ. ἔχει: «ὀπυόλαι· γεγαμηκότες), ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ. μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατατ. μετ’ αὐξήσεως ἢ ἄνευ αὐτῆς: μέλλ. ὀπύσω Ἀριστοφ. Ἀχ. 255. Ἐπικ. ῥῆμα ἐν χρήσει καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις: Ι. ἐνεργ., ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, νυμφεύομαι, λαμβάνω γυναῖκα, (συγγενέσθαι κατὰ νόμον Ἡσύχ. ἐν λέξ. βινεῖν), τὴν Εὔμηλος ὄπυιε Ὀδ. Δ. 798, πρβλ. Β. 207, Ἰλ. Π. 178· πρεσβυτάτην δ’ ὤπυιε Ν. 429, πρβλ. Σ. 383· τοῦ γὰρ ὀπυίεις παῖδα Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 356· δῶκεν ὀπυίειν θυγατέρα ἣν ὁ αὐτ. ἐν Θεογ. 819 ὡσαύτως παρὰ Πινδ. ἐν Ι. 4. 102 (3. 77), Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - ἀπολ., πέντε δέ τοι φίλοι υἷες ..., οἱ δύ’ ὀπυίοντες, τρεῖς δ’ ἠίθεοι θαλέθοντες, δύο ἔγγαμοι, κτλ., Ὀδ. Ζ. 63. 2) Παθ., ἐπὶ τῆς γυναικός, ὑπανδρεύομαι, λαμβάνω ἄνδρα, τόν ῥ’ ἐξ Αἰσύμηθεν ὀπυιομένη τέκε μήτηρ Ἰλ. Θ. 304, πρβλ. Σόλωνα ἐν Πλουτ. Σόλ. 20, Ἀνθ. Π. 10. 56, 7 οὐκ ὀπυίουσιν ἀλλ’ ὀπυίονται [γυναῖκες] Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 5, 4· ἔνθ’ ἄν εὕρῃ τὸν ἄρρενα ὑπὸ τῆς θηλείας ὀπυιόμενον Διον. Ἁλ. 17. 3. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. συγγραφεῦσιν, ἐν τῷ ἐνεργ. ἁπλῶς, βινῶ, συνεῖναι καὶ ὀπυίειν Λουκ. Εὐνοῦχ. 12· Τηρεὺς δύο ἀδελφὰς ἅμα ὀπυίων ὁ αὐτ. ἐν τῷ ἐπὶ Μισθ. Σινόντ. 41· ὤπυιες γὰρ ἐκεῖνον, ὁ δ’ αὖθις σὴν παράκοιτιν ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξ. 50· ἐν τῷ παθ., ἐπὶ γυναικός, πολλάς δ’ ἐστὶ γυναῖκας ἰδεῖν ... ὀπυιομένας ἀκορέστως Ἀνθ. Π. 10. 56.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. ὤπυιον;
Pass. seul. prés. ὀπυίομαι et part. pf.
1 prendre pour femme, épouser en parl. de l'homme, acc.;
2 Pass. être épousée en parl. de la femme ; p. ext. être marié en parl. de l'homme.
Étymologie: DELG étym. obscure ; mot pê médit. : cf. étrusque puia « épouse ».
Syn. γαμέω.

English (Autenrieth)

inf. ὀπυιέμεν(αι), ipf. ὤπυιε, ὄπυιε, pass. part. ὀπυιομένη: wed, take to wife; part., married, act. of man, pass. of woman, Od. 6.63, Il. 8.304.

English (Slater)

ὀπυίω marry Ἥβαν τ' ὀπυίει (Ceporinus: ὀπύει, ὀπήει codd.: sc. Ἡρακλέης) (I. 4.59)

Greek Monolingual

ὀπυίω, αττ. τ. ὀπύω (Α)
1. (για άντρα) παίρνω γυναίκα, νυμφεύομαι
2. παθ. ὀπυίομαι
(για γυναίκα) παίρνω άντρα, παντρεύομαι
3. έχω ερωτικές σχέσεις, συνουσιάζομαι
4. (η μτχ. ενεστ.) ὀπυίων
έγγαμος, παντρεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για λ. μεσογειακής προέλευσης, η οποία συνδέεται με το ετρουσκ. puia «σύζυγος», ενώ κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, το ρ. ὀπυίω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα και συνδέεται με το αρχ. ινδ. pusyati «τρέφω, συντηρώ». Τέλος, και στις δύο περιπτώσεις, δυσερμήνευτο παραμένει το αρκτ. - της λ.].

Greek Monotonic

ὀπυίω: ή ὀπύω, μέλ. ὀπύσω·
1. Ενεργ., λέγεται για άντρα, συνάπτω γάμο, νυμφεύομαι, λαμβάνω ως σύζυγο, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.
2. Παθ., λέγεται για γυναίκα, παντρεύομαι, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ὀπυίω: атт. ὀπύω (impf. ὤπυιον - эп. тж. ὄπυιον; эп. inf. ὀπυιέμεν или ὀπυιέμεναι)
1) жениться, брать в жены (πρεσβυτάτην θυγατρῶν Hom.); pass. выходить замуж Hom., Plut., Anth.;
2) быть женатым: οἱ ὀπυίοντες Hom. женатые;
3) поздн. (act. - о мужчине, pass. - о женщине) предаваться распутству Luc., Anth.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to take to wife, to marry, late also to have sexual intercourse with, pass. to become married, of women (Il., also Cret. a. late prose; cf. Wackernagel Unt. 228 n.1; on the meaning etc. Ruijgh L'élém. ach. 107 f. (against Leumann Hom. Wörter 284).
Other forms: Also ὀπύω (Arist., Cerc., Moer.), fut. ὀπύσω (Ar. Ach. 255).
Derivatives: ὀπυ-σ-τύς f. (σ anal.) marriage (Cret.); from the presentstem ὀπυι-ηταί pl. spouses (Herod.). ὀπυ-όλαι γεγαμηκότες H.; ὀπυασθώμεθα aor. subj. pass. (Lyr. Alex. Adesp. 1, 52) as from *ὀπυάζομαι. On the derivv. extensively Fraenkel Nom. ag. 1, 230 f.; on them Benveniste Noms d'agent 71 and Porzig Satzinhalte 182 a. 341.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Unexplained. Tempting is the comparison with Etr. puia wife (Hammarström Glotta 11, 212; Schwyzer 62); so prob. pre-Gr. Mediterranean word. Wrong IE etymologies noted in Bq (also Add. et Corr.); to be rejected also Carnoy Ant. class. 24, 20 ("Pelasgian" to IE *bū- swell). (Not to Hitt. hapus, which has a quite diff. meaning; Kloekhorst).

Middle Liddell


1. to marry, wed, take to wife, Hom., Hes., etc.
2. Pass. of the woman, to be married, Il.

Frisk Etymology German

ὀπυίω: {opuíō}
Forms: auch ὀπύω (Arist., Kerk., Moer.), Fut. ὀπύσω (Ar. Ach. 255)
Grammar: v.
Meaning: zur Frau nehmen, heiraten, sp. auch geschlechtlich verkehren mit, Pass. verheiratet werden, von Frauen (ep. poet. seit Il., auch kret. u. sp. Prosa; vgl. Wackernagel Unt. 228 A.1; zur Bed. usw. Ruijgh L’élém. ach. 107 f. (gegen Leumann Hom. Wörter 284).
Derivative: Davon ὀπυσ-τύς f. (σ anal.) Heirat (kret.); vom Präsensstamm ὀπυιηταί pl. Gatten (Herod.). ὀπυόλαι· γεγαμηκότες H.; ὀπυασθώμεθα Aor. Konj. Pass. (Lyr. Alex. Adesp. 1, 52) wie von *ὀπυάζομαι. Zu den Ableitungen ausführlich Fraenkel Nom. ag. 1, 230 f.; dazu noch Benveniste Noms d’agent 71 und Porzig Satzinhalte 182 u. 341.
Etymology : Nicht sicher erklärt. Bestechend ist der Vergleich mit etr. puia Gattin (Hammarström Glotta 11, 212; Schwyzer 62); somit wohl vorgr. Mittelmeerwort. Verfehlte idg. Etymologien sind bei Bq (auch Add. et Corr.) referiert; abzulehnen ebenfalls Carnoy Ant. class. 24, 20 ("pelasgisch" zu idg. -’schwellen’[?]).
Page 2,407