ἐκποκίζω
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
English (LSJ)
Att. fut. -ῐῶ, pull out wool or hair, Ar.Th.567.
Spanish (DGE)
esquilar, arrancar ἐκποκιῶ σου τὰς ποκάδας voy a esquilarte las greñas Ar.Th.567, cf. Lys.448, en v. med. τίς τρίχας ἀντ' ἐρίων ἐποκίξατο; Theoc.5.26.
German (Pape)
[Seite 775] Wolle, Haare ausraufen, Ar. Th. 567.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκποκίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, ἀποσπῶ μαλλίον ἢ τρίχας, Ἀριστοφ. Θεσμ. 567.
Greek Monolingual
ἐκποκίζω (Α)
βγάζω το μαλλί, αφαιρώ τις τρίχες.
Russian (Dvoretsky)
ἐκποκίζω: (о шерсти, бран. - о волосах) выдергивать, вырывать (τὰς ποκάδας τινός Arph.).