παρίζω

From LSJ
Revision as of 07:45, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρίζω Medium diacritics: παρίζω Low diacritics: παρίζω Capitals: ΠΑΡΙΖΩ
Transliteration A: parízō Transliteration B: parizō Transliteration C: parizo Beta Code: pari/zw

English (LSJ)

Aeol. -ίσδω, A sit beside, Τηλεμάχῳ δὲ παρῖζεν Od.4.311, cf. Alc.52; π. βουλεύουσι τοῖσι γέρουσι Hdt.6.57; ἐν βουλῇ Id.4.165; but, II causal, seat beside, π.Πέρσῃ ἀνδρὶ ἄνδρα Μακεδόνα Id.5.20: aor.1, παρὰ δὲ σκοπὸν εἷσεν Il.23.359:—hence Med. in intr. sense, seat oneself or sit beside, Hdt.7.18, 8.58, cj. in Bion 2.22; cf. παρέζομαι.

German (Pape)

[Seite 522] (s. ἵζω), daneben setzen, sitzen lassen, τινά τινι, Her. 5, 20; sich bei Einem setzen, Od. 4, 311; daneben sitzen, Her. 4, 165, τινί, 6, 57; so auch med., 5, 18 u. Sp., wie Bion. 15, 22.

French (Bailly abrégé)

1 tr. faire asseoir auprès de : τινά τινι qqn auprès de qqn;
2 intr. s'asseoir auprès de, τινι.
Étymologie: παρά, ἵζω.

Greek (Liddell-Scott)

παρίζω: παρακαθέζομαι, καθίζω πλησίον, Τηλεμάχῳ δὲ παρῖζεν (ὁ Μενέλαος) Ὀδ. Δ. 411˙ παρίζειν βουλεύουσι τοῖς γέρουσιν Ἡρόδ. 6. 57˙ ἐν βουλῇ ὁ αὐτ. 4. 165˙ ἀλλά, ΙΙ. κυρίως τὸ παρίζω ἦτο μεταβατικὸν ἐνεργείας, κάμνω ἢ βάλλω τινὰ νὰ καθίσῃ πλησίον, τόν καθίζω πλησίον, π. ἀνδρὶ Πέρσῃ ἄνδρα Μακεδόνα ὁ αὐτ. 5. 20˙ ἀόρ. α´, παρὰ δὲ σκοπὸν εἷσεν Ἰλ. Ψ. 359˙- ὥστε τὸ μέσον παρίζομαι ἔλαβε τὴν ἀμετάβ. σημασ., καθίζω ἐμαυτὸν ἢ καθέζομαι πλησίον, Ἡρόδ. 7. 18., 8. 58, Βίων 15. 22˙ πρβλ. παρέζομαι.

English (Autenrieth)

ipf. παρῖζεν: sit down by, Od. 4.311†.

Greek Monolingual

και παραΐζω και αιολ. τ. παρίσδω, Α
1. (το ενεργ
και το μέσ.) κάθομαι κοντά σε κάποιον, παρακάθημαι
2. (ως μτβ.) βάζω κάποιον να καθίσει κοντά σε άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἵζω, άλλος τ. του ἕζομαι «κάθομαι»].

Greek Monotonic

παρίζω:I. κάθομαι δίπλα σε άλλον, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
II. μτβ., βάζω ή κάνω κάποιον να καθίσει δίπλα, τινά τινι, σε Ηρόδ. — Μέσ., παρίζομαι, καθίζω τον εαυτό μου ή κάθομαι δίπλα, στον ίδ., σε Βίωνα· αόρ. βʹ παρ-εζόμην, Επικ. προστ. -εζεο, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

παρίζω:
1) садиться или сидеть рядом (τινί Hom., Her.);
2) сажать рядом (τινά τινι Her.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-ίζω met acc. en dat. doen zitten bij:. παρίζει Πέρσῃ ἀνδρὶ ἄνδρα Μακεδόνα hij liet een Macedoniër naast een Pers plaatsnemen Hdt. 5.20.5. zonder acc. met dat. gaan zitten bij:; Τηλεμάχῳ δὲ παρῖζεν hij ging naast Telemachus zitten Od. 4.311; ook med.. παριζόμενος Ξέρξῃ terwijl hij bij Xerxes ging zitten Hdt. 7.18.1.

Middle Liddell


I. to sit beside another, c. dat., Od., Hdt.
II. Causal, to seat or make to sit beside, τινά τινι Hdt.: —Mid. παρίζομαι to seat oneself or sit beside, Hdt., Bion.; aor2 παρ-εζόμην, epic imperat. -εζεο, Hom.