παροίτερος

From LSJ
Revision as of 23:33, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")

πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰροίτερος Medium diacritics: παροίτερος Low diacritics: παροίτερος Capitals: ΠΑΡΟΙΤΕΡΟΣ
Transliteration A: paroíteros Transliteration B: paroiteros Transliteration C: paroiteros Beta Code: paroi/teros

English (LSJ)

η,ον, Comp.Adj.,(πάροιθε) A beforeorin front, Il. 23.459, 480: c. gen., in front of, A.R.4.982. Adv. παροιτέρω beyond, further than, Id.3.686. 2 of time, former: neut. pl. παροίτεραof old, Euph. 34. IISup.πᾰροίτατος, η, ον, first, foremost, A.R.1.910,2.29.

German (Pape)

[Seite 525] compar. zu πάροιθε, πάρος, der vordere, Il. 23, 459. 480 u. sp. D.; ἔστι δέ τις πορθμοῖο παροιτέρη 'Ιονίοιο νῆσος, Ap. Rh. 4, 982; auch der ehere, frühere, sp. D. – Adv. παροιτέρω, φθογγὴ δ' οὐ προὔβαινε π. Ap. Rh. 3, 686, wo Brunck περαιτέρω vermuthet, was 2, 425 richtige Lesart ist.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui est plus en avant.
Étymologie: πάρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παροίτερος -α -ον [πάρος] eerder.

Russian (Dvoretsky)

πᾰροίτερος: эп. compar. к παροιθε(ν) I и πάρος I.

Greek (Liddell-Scott)

παροίτερος: -α, -ον, συγκρ. τοῦ πάροιθι, ὁ εὑρισκόμενος ἔμπροσθέν τινος, παροίτεροι, «μᾶλλον ἔμπροσθεν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 459, 480· μετὰ γενικ., παροιτέρη Ἰονίοιο, ἔμπροσθεν, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 982. - Ἐπίρρ. παροιτέρω, πέραν, περαιτέρω ἢ, μετὰ γεν, ὁ αὐτ. 2. 686. 2) ἐπὶ χρόνου, πρότερος, ἀρχαιότερος, Γρηγ. Ναζ. 982. ΙΙ. ὑπερθ. πᾰροίτατος, η, ον, πρῶτος, ὁ πρότερος παντὸς ἄλλου, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 910., Β. 29.

English (Autenrieth)

one in front, pl., Il. 23.459, 480.

Greek Monolingual

-έρη, -ον, Α
(συγκρ. επίθ. του πάροιθε)
1. αυτός που βρίσκεται μπροστά από κάποιον, ο εμπρόσθιος, ο προηγούμενος («ἄλλοι μοι δοκέουσι παροίτεροι ἔμμεναι ἵπποι», Ομ. Ιλ.)
2. (με γεν.) ενώπιον, μπροστά σε κάποιον
3. (για χρόνο) ο πρότερος, ο προγενέστερος, ο αρχαιότερος («εἰ χρόνος ἐστὶν ἐμοῑο παροίτερος», Γρηγ. Ναζ.)
4. (το ουδ. στον πληθ.) παροίτερα
από παλαιά, ανέκαθεν
5. (το υπερθ.) παροίτατος, -άτη, -ον
ο πρώτος πρώτος, ο προηγούμενος από κάθε άλλον («ἔβαιν' ἐπὶ νῆα παροίτατος», Απολλ. Ρόδ.).
επίρρ...
παροιτέρω Α
πιο πέρα, περαιτέρωπαροιτέρω τῶνδε» — πιο πέρα από αυτά, Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρη τοπική πτώση πάροι του επιρρ. πάρος «προηγουμένως, πρωτύτερα» (πρβλ. πάροι-θε) + κατάλ. συγκριτ. βαθμού -τερος].

Greek Monotonic

πᾰροίτερος: -α, -ον, συγκρ. από το πάροιθε, αυτός που βρίσκεται πιο πριν ή πιο μπροστά, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

πᾰροίτερος, η, ον [Comp. of πάροιθε
the one before or in front, Il.