ἐρείπιον
ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk
English (LSJ)
τό, (ἐρείπω) fallen ruin, wreck, Arist.Rh.1413a6, Aristid. Or.49(25).42, Opp.H.5.324: generally in plural, ναυτικὰ ἐρείπια = wreckage, A. Ag.660,Fr.274, E.Hel.1080; θραύμασίν τ' ἐρειπίων = with bits of wreckage A.Pers.425; ruins, οἰκημάτων, (τειχέων), Hdt.2.154,4.124; δόμων E.Ba.7; ἐρείπια alone, ἐν τοῖς Κιμωνίοις ἐρειπίοις Cratin.151; ἐρείπια χλανιδίων = fragments of garments, Trag.Adesp.7; ἐρείπια πέπλων E.Tr.1025; νεκρῶν ἐρείπια = dead carcasses, S.Aj.308, E.Fr.266. — Poet. and later Prose (exc. Arist.and Hdt.ll.cc.), D.H. 1.14,CIG2700e (Mylasa), Paus.10.38.13, Aristid. l.c., etc.
German (Pape)
[Seite 1024] τό, im sing. bei Arist. rhet. 3, 11 Opp. H. 5, 324, sonst plur., das Eingestürzte, Trümmer, ναυτικά Aesch. Ag. 646, wie Eur. Hel. 1080; ἐρειπίων θραύσματα, Stücke von Schiffstrümmern, Aesch. Pers. 417; δόμων, Häusertrümmer, Ruinen, Eur. Bacch. 7; Plut. Camill. 28 σκηνοῦντας ἐν ἐρειπίοις, u. a.Sp.; ἐν πέπλων ἐρειπίοις, Überbleibsel, Lumpen, Eur. Tr. 1025, wie λεπτῶν χλανιδίων Soph. frg. 400; ἐρείπια νεκρῶν, Überbleibsel, Leichen der getödteten Thiere, Ai. 301; ἐρ. ὠμηστῆρος Opp. Hal. 5, 324.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
débris, ruine ; d'ord. au pl. τὰ ἐρείπια ruines d'un mur, d'une maison, etc., lambeaux d'un vêtement : νεκρῶν ἐρείπια SOPH débris d’animaux morts.
Étymologie: ἐρείπω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρείπιον: τό, (ἐρείπω), ὡς καὶ νῦν, ἐκεῖνο ὅπερ ἔμεινε μετὰ τὴν καταστροφὴν πράγματός τινος, ἔστι γὰρ εἰκάσαι... τὸ ἐρείπιον «ῥάκει οἰκίας» Ἀριστ. Ρητορ. 3. 11. 13, Ὀππ. Ἀλ. 5. 324: - ἀλλαχοῦ πάντοτε κατὰ πληθ., ναυτικὰ ἐρ., τεμάχια ναυαγίου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 660, Ἀποσπ. 273, Εὐρ. Ἑλ. 1080. οὕτως, θραύμασίν τ’ ερειπίων Αἰσχύλ. Πέρσ. 425· ὡσαύτως, οἰκημάτων, τειχέων, Ἡρόδ. 2. 154, 4. 124· δόμων Εὐρ. Βάκχ. 7· καὶ ἐρείπια μόνον ὡς παρ’ ἡμῖν, ἐν τοῖς Κιμωνίοις... ἐρειπίοις Κρατῖνος ἐν «Πανόπταις» 4, πρβλ. Meineke ἐν Κωμ. 5. σ. 20· ἐρ. χλανιδίων, ῥάκη, τεμάχια ἐνδυμάτων, Σοφ. Ἀποσπ. 400· πέπλων Εὐρ. Τρ. 1025· νεκρῶν ἐρ., λείψανα, Σοφ. Αἴ. 308, Εὐρ. Ἀποσπ. 268: - ποιητ. λέξ. ἀπαντῶσα ἔν τινι πεζῇ Ἐπιγρ. 2700e, καὶ παρὰ Διον. Ἁλ. 1. 14.
Greek Monotonic
ἐρείπιον: τό (ἐρείπω), συντρίμμι, απομεινάρι μετά από καταστροφή, κυρίως στον πληθ., ναυτικὰ ἐρ., συντρίμμια ναυαγίου, σε Αισχύλ., Ευρ.· επίσης, οἰκημάτων ἐρ., συντρίμμια σπιτιών, σε Ηρόδ.· ἐρ. πέπλων, τεμάχιο, κομμάτι, κουρέλι, σε Ευρ.· πρβλ. ἐρείπω.
Middle Liddell
ἐρείπιον, ου, τό, ἐρείπω
a fallen ruin, wreck, mostly in plural, ναυτικὰ ἐρ. pieces of wreck, Aesch., Eur.; also, οἰκημάτων ἐρ. ruins of houses, Hdt.; ἐρ. πέπλων fragments, Eur.; cf. ἐρείπω.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό ἐρείπω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.