βαλανάγρα
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.
English (LSJ)
ἡ, picklock, key or hook for pulling out the βάλανος 11.4, Hdt. 3.155, X.HG5.2.29, Aen.Tact.18.9: in plural, = βάλανος 11.4, Plb.7.16.5, Them.Or.26.315d.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 llave ἐπιτρέψονται ἐμοὶ Βαβυλώνιοι ... τῶν πυλέων τὰς βαλανάγρας Hdt.3.155, παραδοὺς αὐτῷ τὴν βαλανάγραν τῶν πυλῶν X.HG 5.2.29, cf. Aen.Tact.18.9, Plu.2.705e, Polyaen.1.38.1, 2.36, 5.24, νῦν ἔμβαλε τὴν βαλανάγραν Hedyl.1494P.
2 cerrojo οὗτοι μὲν ἔξωθεν προσπεσόντες πειρῶνται διακόπτειν τοὺς στροφεῖς καὶ τὸ ζύγωμα τῶν πυλῶν, αὐτοὶ δὲ τὸν μοχλὸν ἔνδοθεν καὶ τὰς βαλανάγρας Plb.7.16.5, cf. Them.Or.26.315d.
German (Pape)
[Seite 428] ἡ, 1) Schlüssel, der die βάλανος, w. m. s., heraushebt, Her. 3, 155; Xen. Hell. 5, 2, 29. – 2) das Thürschloß, Pol. 7, 16; Plut. Symp. 7, 5, 3.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
clef ou crochet pour pousser un verrou.
Étymologie: βάλανος, ἀγρέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαλανάγρα -ας, ἡ βάλανος, ἀγρέω haak (om grendel open te trekken), sleutel.
Russian (Dvoretsky)
βᾰλᾰνάγρα: ἡ
1 крюк для вынимания дверного болта, ключ Her., Xen.;
2 дверная задвижка, засов Polyb., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰλᾰνάγρα: ἡ, κλειδίον τι ἢ ἄγκιστρον πρὸς ἐξαγωγὴν τῆς βαλάνου, ὁπότε ἡ θύρα ἠνοίγετο (ἴδε βάλανος ΙΙ. 3), Ἡρόδ. 3. 155. Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 29· - παρὰ Πολυβ. 7. 16, 5, κατὰ τὸ φαινόμενον, -βάλανος ΙΙ. 3.
Greek Monolingual
βαλανάγρα, η (Α)
1. κλειδί ή άγκιστρο για να τραβά κανείς τη βάλανο, τον σύρτη της πόρτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βάλανος + άγρα «κυνήγι»].
Greek Monotonic
βᾰλᾰνάγρα: ἡ, κλειδί ή γάντζος για το τράβηγμα του μοχλού της πόρτας (βλ. βάλανος II), σε Ηρόδ., Ξεν.
Middle Liddell
βάλανος II]
a key or hook for pulling out the doorpin, Hdt., Xen.