γλαφυρία

From LSJ
Revision as of 14:02, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλᾰφῠρία Medium diacritics: γλαφυρία Low diacritics: γλαφυρία Capitals: ΓΛΑΦΥΡΙΑ
Transliteration A: glaphyría Transliteration B: glaphyria Transliteration C: glafyria Beta Code: glafuri/a

English (LSJ)

ἡ, elegance, Plu.Pyrrh.8 (pl.); of mathematical demonstrations, neatness, Iamb. in Nic.p.38P., al.: metaph., smoothness of manner, γ. καὶ πιθανότης Plu.2.1065d.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 talento, delicadeza, elegancia γ. καὶ πιθανότης Plu.2.1065d
plu. dotes, cualidades Plu.Pyrrh.8.
2 brillantez, claridad de demostraciones matemáticas, Iambl.in Nic.38, 39, 52, 68.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
le poli (d'un métal, d'un objet en gén.) ; fig. politesse des mœurs.
Étymologie: γλαφυρός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλαφυρία -ας, ἡ γλαφυρός subtiliteit, verfijning.

Russian (Dvoretsky)

γλᾰφῠρία: ἡ тж. pl.
1 тщательная отделка, изящество (sc. τῶν κιόνων Plut.);
2 культурность, воспитанность, тонкость, учтивость (γ. καὶ πιθανότης Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

γλᾰφῠρία: ἡ, λειότης, στιλπνότης, Πλουτ. Πύρρ. 8· μεταφ., λειότης τρόπων, ἡμερότης, πρᾳότης, ὁ αὐτ. 2. 1065D.

Greek Monolingual

γλαφυρία, η (Α) γλαφυρός
1. στιλπνότητα, λειότητα
2. (στα μαθηματικά) σαφήνεια
3. (για το ύφος) η γλαφυρότητα.

Greek Monotonic

γλᾰφῠρία: ἡ, στιλπνότητα, απαλότητα ενός πράγματος ή μιας συμπεριφοράς, σε Πλούτ.

Middle Liddell

[from γλαφυρός
smoothness, polish, Plut.

German (Pape)

ἡ, Glätte, Feinheit, von Marmor, Plut. Poplic. 15, Pyrrh. 8; übertragen, καὶ πιθανότης adv. Stoic. 14.