λεπτουργέω
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
A do fine work, of carvers and turners, Plu.Aem.37, 2.997d:—Pass., of a drug, to be finely powdered, λεπτουργηθεὶς δ' ἱκανῶς ψύχειν πέφυκε Gal.11.404.
2 metaph., = λεπτολογέω, E.Hipp.923, Pl.Plt.262b; recount in detail, ib.294d; ὅσα ἔδρασεν ἡμᾶς ἀγαθὰ καθ' ἕκαστον λ. Jul.Or.3.123c.
German (Pape)
[Seite 31] feine Arbeit machen, bes. vom Tischler u. Drechsler, καὶ τορνεύειν Plut. Aem. Paul. 37, u. a. Sp. – Übertr., fein arbeiten, auch = λεπτολογέω, Plat. Polit. 262 b 294 d, wie Eur. ἀλλ' οὐ γὰρ ἐν δέοντι λεπτουργεῖς, Hipp. 923.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 travailler finement, faire des ouvrages délicats;
2 fig. subtiliser.
Étymologie: λεπτός, ἔργον.
Russian (Dvoretsky)
λεπτουργέω:
1 изготовлять изящные вещи, искусно работать Plut.;
2 тонко рассуждать или говорить, вдаваться в тонкости, умствовать Eur., Plat.
Greek (Liddell-Scott)
λεπτουργέω: κάμνω λεπτὴν ἐργασίαν ἐπὶ ξυλουργῶν καὶ τορνευτῶν, Πλουτ. Αἰμίλ. 37, 2. 997D. 2) μεταφορ. = λεπτολογέω, Εὐρ. Ἱππ. 923, Πλάτ. Πολιτικ. 262Β, 249D.
Greek Monotonic
λεπτουργέω: μέλ. -ήσω,
1. κάνω λεπτή εργασία (δηλ. δίνω έμφαση στη λεπτομέρεια), λέγεται για ξυλουργούς και τορναδόρους, σε Πλούτ.
2. μεταφ., = λεπτολογέω, σε Ευρ.
Middle Liddell
λεπτουργέω,
1. to do fine work, of joiners and turners, Plut.
2. metaph. = λεπτολογέω, Eur.